Του Κωνσταντίνου Ζαφειρίδη*
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία υπήρξε για μεγάλα διαστήματα της χιλιετούς ζωής της αρκετά εκτεταμένη εδαφικά. Τα Βαλκάνια αποτελούσαν πάντοτε μια σημαντική περιοχή, με την σημασία τους να έγκειται στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης πρωτίστως. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες πολλάκις στα χρόνια της κυριαρχίας τους προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο επί της Βαλκανικής χερσονήσου, μια προσπάθεια η οποία σταδιακά εμφανίστηκε ως επιτακτική ανάγκη με την εμφάνιση ισχυρών εχθρών στην περιοχή, οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα και κάποιοι μάλιστα εξ αυτών αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία της ίδιας της Αυτοκρατορίας.
Αρχικά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ένα κρατικό μόρφωμα σαν του Βυζαντίου, με την έκταση αλλά και την κληρονομιά του, κινούταν υπολογισμένα και βάσει σχεδίου, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Το μόρφωμα αυτό χαρακτηρίζονταν από συγκεκριμένα ιδεολογικά πιστεύω, τα οποία το ξεχώριζαν από άλλες δυνάμεις της εποχής. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η μετεξέλιξη της Ρωμαϊκής, αντιλαμβάνονταν τον εαυτό της ως την κυρίαρχη δύναμη του κόσμου, τόσο σε πλούτο και πολιτισμό όσο και σε ισχύ. Ήδη από το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού (565), είχε γίνει αντιληπτό ότι η εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Το κράτος είχε απειληθεί από επιδρομές στον Δούναβη στο παρελθόν και σώθηκε από ευνοϊκές συγκυρίες κυρίως. Το γεγονός αυτό, έδειξε ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει. Όταν η στρατιωτική ισχύς δεν αρκούσε, οι βυζαντινοί κατέφυγαν σε άλλα μέσα. Οι επιγαμίες, οι αποδόσεις δηλαδή, ανούσιων τίτλων σε ξένους , αλλά και οι συνεχείς δολοπλοκίες ήταν κάποια εξ αυτών και έφερναν πολύ συχνά αποτέλεσμα.
Ως εξωτερική πολιτική το Βυζάντιο χρησιμοποιούσε την τακτική του “διαίρει και βασίλευε”. Με άλλα λόγια, έστρεφε με μαεστρία τον ένα εχθρό εναντίον του άλλου, χάριν στην εκπληκτική του διπλωματία, η οποία είναι ο κύριος λόγος που η αυτοκρατορία έζησε για χίλια χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το 967, έτος κατά το οποίο οι Ρως του Κιέβου με αρχηγό τον Σβιατοσλάβο, στάλθηκαν εναντίον του τσάρου Πέτρου, καθώς το Βυζάντιο δεν επιθυμούσε να ανανεώσει την μεταξύ τους συνθήκη ειρήνης.
Πριν, όμως, περάσουμε στην ιστορική καταγραφή, θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη επισκόπηση των δογμάτων της βυζαντινής πολιτικής στον Αίμο. Έχουν διασωθεί δύο έργα της εποχής, το “Στρατηγικόν” του Μαυρικίου και το “Περί Διακυβέρνησης” του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Τα βιβλία αυτά μας παρουσιάζουν μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα, σχετικά με την κοσμοθεωρία των Βυζαντινών. Πιο συγκεκριμένα, στα έργα αυτά γίνεται αντιληπτή η συμπεριφορά της Αυτοκρατορίας, η οποία απέπνεε μια αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στους υπόλοιπους λαούς εκείνης της περιόδου. Ιδιαίτερα την εποχή του Πορφυρογέννητου (9ος αι.), είχε γίνει κατανοητό τοις πάσι, ότι η Αυτοκρατορία δεν είχε τη στρατιωτική δύναμη περασμένων αιώνων, ώστε να “εξαφανίσει” τους εχθρούς. Συνεπώς, το Βυζάντιο αναγκάστηκε να καταφύγει σε άλλα μέσα προστασίας του κράτος, με αποτέλεσμα η συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς να κρίνεται απαραίτητη. Η συνύπαρξη αυτή αποτέλεσε μια μορφή συμβιβασμού από την πλευρά της Αυτοκρατορίας, καθώς η τελευταία δεν έπαψε να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία της.
Ο 7ος αιώνας σύστησε στους Βυζαντινούς τον πιο παραδοσιακό και ανελέητο εχθρό τους, τους Βουλγάρους. Η πολιτική της Αυτοκρατορίας στον Καύκασο κατά τους πολέμους εναντίον των Περσών, είχε ως αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να μετακινηθούν προς τον Δούναβη, να τον διασχίσουν και να αναμειχθούν, τελικώς, με τους Σλάβους. Όταν ξεκίνησαν οι μετοικεσίες Σλάβων στη Βαλκανική, κανείς δε μπορούσε να φανταστεί ότι αυτές οι ανοργάνωτες, χωρίς κεντρική εξουσία ομάδες, θα προκαλούσαν τόσα προβλήματα και θα έβαζαν τέλος στην βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή. Παρόλα αυτά, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν αναγνώρισε ποτέ τους Βούλγαρους ως ισάξιο εχθρό αλλά και σύμμαχο.Αξιοσημείωτο είναι, ότι Οι Βούλγαροι βοήθησαν την Αυτοκρατορία κατά την δεύτερη αραβική επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 717. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ επιτέθηκε στον στρατό του τσάρου Κρούμου, τον νίκησε και λεηλάτησε όλη την βουλγαρική επικράτεια, σε ένα εξαίρετο δείγμα ρωμαϊκής λογικής.
Αξιόλογο είναι ότι, τα Βαλκάνια περνούσαν από περιόδους βυζαντινής κυριαρχίας σε περιόδους ανασφάλειας και εισβολών. Η επικράτηση της Βαλκανικής ισχύς διαρκούσε για περιορισμένο χρόνο και στην συνέχεια κατέρρεε. Την εξαίρεση στον κανόνα αποτέλεσε η Βουλγαρία, η οποία για εκτεταμένα χρονικά διαστήματα κατείχε σημαντικό μέρος της Βαλκανικής και απειλούσε την ύπαρξη του Βυζαντίου. Το τελευταίο επιδόθηκε σε έναν αγώνα ζωής και θανάτου, καταφέρνοντας, τελικά, να “γονατίσει” τους επικίνδυνους αυτούς γείτονες στη μάχη του Κλειδιού το 1014. Απότοκο αυτής της μάχης αποτέλεσε η προσάρτηση της Βουλγαρίας ως επαρχίας στο Βυζάντιο το 1018.
Η Βουλγαρία επανασυστάθηκε εκ νέου το 1185, όταν πλέον η Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά σκιά του εαυτού της, γεγονός που αποτέλεσε απόρροια στρατιωτικών ηττών (Ματζικέρτ, Μυριοκέφαλο) και οικονομικής κακοδιαχείρισης. Τα νομαδικά φύλα (Πετσενέγκοι, Κομάνοι κλπ) ήταν μια σημαντική απειλή, η οποία και αυτή συνέβαλε στην αποδιοργάνωση και παρακμή του κράτους. Εντούτοις, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν πάντα με περιφρόνηση τα προαναφερθέντα φύλα και ασχολούνταν μαζί τους μόνο, όταν η στρατιωτική τους δύναμη δεν ήταν ικανή να επιφέρει την οριστική ήττα του εχθρού. Επί της ουσίας, επρόκειτο για μια κατάσταση αλληλοεξουδετέρωσης μεταξύ των δύο πλευρών και μιας συνεχούς διελκυστίνδας με σκοπό να διεκδικήσουν μεγάλα τμήματα της Βαλκανικής Χερσονήσου.
Τον 6ο αιώνα, οι Σέρβοι εμφανίστηκαν ως σλαβικές ομάδες, μάλλον, ημινομαδικού χαρακτήρα, οι οποίες διέσχισαν τον Δούναβη, και στις αρχές του 9ου αιώνα, δημιούργησαν, την ίδια εποχή με τους Κροάτες, τις πρώτες κρατικές τους οντότητες. Το βυζαντινό ενδιαφέρον δεν ήταν ιδιαίτερα στραμμένο προς το μέρος τους, αν εξαιρέσει κανείς, την πάγια αγωνία των αυτοκρατόρων για αποτελεσματική άμυνα στο Δούναβη, καθώς και για ηρεμία στο εσωτερικό της Βαλκανικής, που βρίσκονταν υπό τον Βυζαντινό έλεγχο. Οι Σέρβοι άρχισαν να αποτελούν σοβαρή και υπολογίσιμη δύναμη για την Αυτοκρατορία με την ανάδυση της δυναστείας των Νεμάνια. Η γρήγορη επέκταση κατά τη βασιλεία του Στεφάνου Ουρέση Μιλούτιν (1282-1321), η κατάκτηση των Σκοπίων (1282) και ο συνεχής ανταρτοπόλεμος στα μακεδονικά σύνορα, θορύβησαν την Αυτοκρατορία. Οι όποιες προσπάθειες για ανακατάληψη των χαμένων της εδαφών αποδείχθηκαν μάταιες.
Η ανάρρηση του Στεφάνου Ουρέση Δ’ Δουσάν (1331-1355), υπήρξε καταλυτική για το Βυζάντιο. Η εκτεταμένη Αυτοκρατορία που δημιούργησε ήταν η οριστική “ταφόπλακα” στη Βυζαντινή κυριαρχία επί των Βαλκανίων. Η άνοδος της Σερβικής Αυτοκρατορίας δεν επέτρεψε την ύπαρξη ενός συμπαγές βαλκανικού κράτους υπό την διοίκηση του Βυζαντίου, που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μετά την οριστική απώλεια της Μικράς Ασίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι βυζαντινοί ηγεμόνες στράφηκαν προς τη σωτηρία της Πόλης, της Θεσσαλονίκης και των εδαφών του Μορέως από τα μέσα του 14ου αιώνα και έπειτα.
Η αυτοκρατορία αναγκάστηκε να πολεμήσει επί μακρόν στην Βαλκανική Χερσόνησο και ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποδυναμώσει με κάθε μέσο τους εχθρούς. Η γενική εικόνα που εξάγεται είναι ότι μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες της Αυτοκρατορίας, και πριν την Οθωμανική προέλαση, το κράτος συνέχισε να βρίσκει τρόπους να επανακάμπτει, έστω και προσωρινά. Είναι άξιο να σημειωθεί ότι η κρατική πολιτική του Βυζαντίου έναντι της Βαλκανικής, κρίνεται, σαφώς, πιο επιτυχημένη σε σύγκριση με άλλες επαρχίες, ακόμα και από εκείνη της Μικρά Ασίας.
Πώς όμως μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη όταν τελικά τα εδάφη χάθηκαν και το κράτος εξαφανίστηκε; Η απάντηση είναι απλή. Τα χίλια χρόνια ύπαρξης του κράτους μαρτυρούν την αλήθεια. Ίσως, το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν η ικανότητα να προσαρμόζεται σε νέα δεδομένα και να επανακάμπτει. Το γεγονός αυτό δεν είναι πιο έκδηλο πουθενά απ’ ότι στην Χερσόνησο του Αίμου. Ένας ανελέητος αγώνας για κυριαρχία και μια ζυγαριά που “έγερνε” πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά. Στο τέλος, το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που συνεχώς άλλαζε και αναπόφευκτα έχασε εδάφη και τελικά έπαψε να υπάρχει.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Trypanis, C. (1952). Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio. By Ed. Gy. Moravcsik, with English translation by R. J. H. Jenkins. Pp. 347. Budapest: Egyetemi Gorog Filologiai, 1949 Intezet. The Journal of Hellenic Studies, 72, 160-160.
- Ostrogorsky G. (1963). Byzantium and the South Slavs. The Slavonic and East European Review, 42(98), 1-14. JSTOR, Ανακτήθηκε τον Νοέμβριο 23,2020, από: jstor.org/stable/4205510.
- Αρβελέρ Γ. E. (2018). Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, Πολιτεία.
Πηγή εικόνας
Βιογραφικό συντάκτη
https://greekhumans.com/o-kwnstantinos-zafeiridhs-syntaktis-sto-greekhumans/