Αρχική » Η μετανάστευση των ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα

Η μετανάστευση των ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα

0 comment 491 views

Της Βασιλικής Πολυζώνη*

Η εγκατάσταση των ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα καλύπτεται από το σκοτάδι των προϊστορικών χρόνων. Η χρονολόγηση αυτού του γεγονότος θα παραμείνει σε ορισμένο βαθμό αβέβαιη. Ένα είναι όμως σίγουρο, ότι η ινδοευρωπαϊκή μετανάστευση, η πρώτη που μπορεί να πιστοποιηθεί για την Ελλάδα, πρέπει να έγινε πριν την εισβολή των Δωριέων στην Πελοπόννησο (12ος αι. π. Χ.) και πολύ πιθανό πριν ακόμη από την πρώτη ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (δεύτερο μισό του 16ου αι. π. Χ.). Με αυτήν τη μετανάστευση πολύ πιθανό να μπορεί να συνδεθεί η μεγάλη καταστροφή που εκδηλώθηκε κατά το τέλος της Πρωτοελλαδικής εποχής (γύρω στο 1.900 π. Χ.), όταν ερειπώθηκε μεγάλος αριθμός οικισμών σε μία ευρεία ζώνη από τη Δυτική Ελλάδα έως την Αργολίδα.[1]

Ο νεολιθικός πολιτισμός φθάνει μέχρι την 4η χιλιετηρίδα. Είναι γνωστός με το όνομα “Πολιτισμός του Σέσκλου”, από το θεσσαλικό χωριό Σέσκλο, που αποτελεί το πιο σημαντικό σε ευρήματα κέντρο του.

Η νεολιθική εποχή αντιπροσωπεύεται κατά κόρον στο θεσσαλικό χώρο, όπου υπάρχουν 150 συνοικισμοί, αλλά και στη γύρω από την Κόρινθο περιοχή. Στα δυτικά η ακτινοβολία της φθάνει, μέσω της Κέρκυρας, έως τον ιταλικό κύκλο της Molfetta στην Απουλία.

Ο πολιτισμός του Σέσκλου χαρακτηρίζεται από ανοχύρωτους συνοικισμούς με πηλόκτιστες καλύβες σε ορθογώνια και καμπυλόγραμμα σχήματα. Η κεραμική στην αρχή, με λευκά και αργότερα με πολύχρωμα κοσμήματα είναι πρωτόγονη, αλλά δεν της λείπουν επιδράσεις από την πρόσω και Ασία. Τέλος, στην κατηγορία των εργαλείων, εκτός από αυτά που είναι από λίθο, υπάρχουν και εκείνα, από οψιανό που προέρχονται από τη Μήλο.

Πριν από τα μέσα της 3ης π. Χ. χιλιετηρίδας, σημειώνεται η πολιτιστική βαθμίδα του Διμηνίου, η οποία έρχεται αμέσως πριν από την Πρωτοελλαδική εποχή και παρουσιάζει οχυρωμένα οικιστικά κέντρα, πράγμα που αποδεικνύει ότι μάλλον οι καιροί πια δεν είναι οι ειρηνικοί. Από τα διακοσμητικά θέματα καταλαβαίνει κανείς ότι το Διμήνι είχε σχέσεις με τον έξω κόσμο[2]. Εκτός από αυτό όμως, ο πολιτισμός αυτής της φάσης παρακολουθεί το μικρασιάτικο, του οποίου αντιπροσωπευτικά δείγματα υπάρχουν στην Τροία, στην Πολιόχνη και στο Θερμί της Λέσβου. Καθόλου απίθανο δεν είναι ότι ο οικισμός αυτός διαμορφώθηκε ανεξάρτητα από το χώρο του Αιγαίου και της Ανατολίας, χωρίς να έχει υποστεί επιδράσεις από την κεντρική Ευρώπη[3].

Ο πρωτοελλαδικός πολιτισμός, ο οποίος χρονολογείται περίπου στα 2.500 με 1.900 π. Χ., είναι κατεξοχήν αγροτικός πολιτισμός και βρίσκεται εξαπλωμένος, εκτός από τη Θεσσαλία, στην κεντρική Ελλάδα, προπάντων τη Φωκίδα, τη Βοιωτία και την Αττική και στη βόρεια Πελοπόννησο, στην Αργολίδα και την Κόρινθο. Χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού είναι η κεραμική του πρωτογανώματος. Στην παρούσα περίοδο η Ακρόπολη της Τίρυνθας κατέχει περίοπτη θέση και αυτό αποδεικνύεται από το μεγάλο κυκλικό οικοδόμημα της. Επομένως, θα πρέπει να ήταν έδρα κάποιου ισχυρού ηγεμονικού γένους.

Στις Κυκλάδες κυρίαρχη θέση έχει ο συνοικισμός κατά κώμες, ενώ η πυκνή οίκηση του πληθυσμού στην Αττική και στην Αίγινα έχει σαφώς έναν χαρακτήρα μεσογειακό.

Ο παλαιο- μεσογειακός πληθυσμός της Ελλάδας αφήνει ίχνη κυρίως στη γλώσσα. Η συγκριτική γλωσσολογία θεωρεί ότι τα τοπωνύμια με τις καταλήξεις -νθος και -σσος δεν είναι ινδοευρωπαϊκά και τα αποδίδει σε έναν πληθυσμό, ο οποίος πρέπει να βρισκόταν εγκαταστημένος στην Ελλάδα, στις Κυκλάδες και στην ΝΔ. Μ. Ασία[4]. Ονόματα όπως Κόρινθος, Ζάκυνθος, Ιλισσός, Κηφισός και παρόμοιοι σχηματισμοί έχουν προ-ινδοευρωπαϊκή προέλευση και τα βρίσκουμε στο σύνολό τους στην Αττική, στην Αργολίδα, αλλά και στην κεντρική Ελλάδα, όπως και στα νησιά[5].

Η παραδοχή από την ελληνική γλώσσα πολλών λέξεων της παραπάνω κατηγορίας, οι οποίες δηλώνουν φυτά και μέταλλα, επίσης έννοιες από τη ναυτιλία και την αλιεία μας αποκαλύπτουν τη βαθιά πολιτιστική επίδραση του προ- ινδοευρωπαϊκού πληθυσμού, στον τρόπο ζωής και σκέψης των εισβολέων.

Η επιστήμη αποκαλεί τον προ-ινδοευρωπαϊκό πληθυσμό της Ελλάδας ως “αιγαίο”, οι μεταγενέστεροι Έλληνες μίλησαν για Κάρες και Πελασγούς[6]. Δεν είναι εντελώς γνωστό πως κατορθώθηκε η εξισορρόπηση μεταξύ των παλιών κατοίκων της χώρας και των ινδοευρωπαίων που κατέβηκαν από το βορρά. Από παλαιο-μεσογειακά πολιτιστικά στοιχεία που αποκαλύπτει η γλώσσα και από τη ζωή των Ελλήνων, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πρέπει να μεσολάβησε μία κάπως μακροχρόνια περίοδος της ειρηνικής συμβίωσης και γόνιμων ανταλλαγών, στην οποία οι νέοι κάτοικοι της χώρας ήταν δεκτές και οι παλιοί οι δότες.

Η πρώτη προς την Ελλάδα ινδοευρωπαϊκή μετανάστευση, η οποία έγινε, καθώς φαίνεται, κατά τις αρχές της Μεσοελλαδικής εποχής πρέπει να ληφθεί μάλλον σα μία κλιμακωτή εισροή και διακύμανση από γένη και μικρότερες φυλετικές ομάδες, σαν μία ασταμάτητη εναλλαγή πολέμου και ειρήνης, εσωτερικών αγώνων και γαλήνιας συμβίωσης. Επίσης, αυτό που είναι πολύ πιθανό και που φαίνεται από τις έντονες διαφορές που παρουσιάζουν οι ελληνικές διάλεκτοι στη δομή τους είναι ότι αυτές διαμορφώθηκαν για πρώτη φορά πάνω στο ελληνικό έδαφος και ότι ήρθαν έτοιμες μαζί με τους εισβολείς[7].

Με βάση τη διάλεκτο ξεχωρίζουν τρεις μεγάλες ομάδες, η Ιωνική, η αρκάδο-αιολική (αρχαϊκή) και η δωρική- βορειοδυτική ελληνική[8].

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να αναφερθεί ότι τα πορίσματα της διαλεκτολογίας δε μπορούν να αποτελέσουν στοιχείο για τη διερεύνηση της ιστορίας των ελληνικών φύλων, διότι η γλώσσα και η εθνική ταυτότητα είναι διαφορετικά μεγέθη και δε συμπίπτουν πάντοτε. Έτσι, λοιπόν, είναι καταδικασμένες εκ των προτέρων όλες οι σχετικές με τη χρονική σειρά των μεταναστεύσεων των ελληνικών φύλων θεωρίες, εφόσον στηρίζονται σε διαλεκτικά δεδομένα.

Σε σχέση με την εξάπλωση των μεγάλων διαλεκτικών ομάδων να σημειώσουμε ότι, πριν εμφανιστεί η βορειοδυτική Ελληνική και η Δωρική (κατά το τέλος της Υστεροελλαδικής εποχής), η Ιωνική δεν απαντάται μόνο στην Αττική και στην Εύβοια, αλλά αρχικά και στην Αργολίδα και σε άλλους τόπους της Πελοποννήσου, όπως επίσης στη Βοιωτία. Εξάλλου η Αρκαδο-αιολική ή αλλιώς Αρχαϊκή βρίσκεται στη Θεσσαλία και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Σε αυτόν το χώρο, όπως και στη Βοιωτία αναμειγνύεται με την Ιωνική, πράγμα που φαίνεται να οφείλεται σε διάφορες φυλετικές μετακινήσεις, από την επικάλυψη του ιωνικού στοιχείου από τους φορείς των αρκαδο-αιολικών διαλέκτων[9].

Πηγές

[1] F. Schachermeyer, RE XXII, 1954, στ. 1452 κε.

[2] K. Grundmann. AM 59, 1934, σ. 123 κε.

[3] K. Bittel, Kleinasiat. Studien, Instabul 1942, σ.138 κε.

[4] H. Krahe, Antike, Alte Sprachen u. dtsch. Bildung, 1943, σ. 7 κε.

[5] J. B. Haley, AJA 32, 1928, σ. 141 κε.

[6] F. Lochner- Hüttenbach , Die Pelasger (Arbeiten aus dem Institut für vergl. Sprachwissenschaft in Graz) Wien 1960.

[7] F. Schachermeyer, Klio 32, 1939, σ. 282.

[8] E. Risch, Die Gliederung der griech. Dialekte in neuer Sicht, Museum Helveticum 11, 1955, σ. 61-76.

[9] Χέρμαν Μπένγκστον, Ιστορία της Αρχαίας Ελλαδος, Αθηνα 1991, σ. 37 κε.

Πηγή εικόνας

https://thessalonikinfo.gr

* Η Βασιλική Πολυζώνη είναι ιστορικός.

Πριν Φύγετε