Αρχική » Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δοκιμάζει τη Δύση

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δοκιμάζει τη Δύση

0 comment 639 views

Της Κωνσταντίνας Δ. Οικονόμου*

Εισαγωγή

Το πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου 2022 ήταν ένα πολύ διαφορετικό πρωινό για την ευρωπαϊκή ήπειρο.  Ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία, ορμώμενα από περιοχές της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και των αποσχισμένων περιοχών του Ντονμπάς και της Κριμέας. Ειδική στρατιωτική επιχείρηση ήταν ο τίτλος, ο οποίος δόθηκε στην επίθεση αυτή, από την επίσημη ρωσική πλευρά. Για κάθε έναν, όμως που επιθυμεί να υπερασπίζεται αταλάντευτα τη διεθνή νομιμότητα, ή, όπως αρεσκόμαστε στη χώρα μας να λέμε, «να βρίσκεται στη σωστή πλευρά της ιστορίας», η ειδική αυτή στρατιωτική επιχείρηση, είναι ένας πόλεμος επιλογής. Ένας πόλεμος επιλογής του προέδρου Πούτιν.

Παράνομη φύση της εισβολής

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι παράνομη, καταστρατηγεί τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου. Ο πόλεμος αυτός παραβιάζει την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας. Ο πόλεμος αυτός είναι, πέρα από κάθε τι άλλο, ο αγώνας των Ουκρανών για την αυτοδιάθεση και ελευθερία τους, απέναντι σε έναν αυταρχικό ξένο ηγέτη.

Διαρκής η ένοπλη σύγκρουση

Πόσο διαφορετικό, όμως, ήταν πράγματι το πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου; Αυτός ο πόλεμος που ξεκίνησε πριν αρκετές ημέρες, είναι στην πραγματικότητα μία διαρκής ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας από το 2014. Είναι η κλιμάκωση μίας κρίσης που κρατά πολλά έτη, και στην οποία δρώντες δεν είναι μόνο οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, αλλά και όλη η Δύση. Είναι μία κατάσταση, όπου η Δύση, οι Η.Π.Α. και η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε)., ίσως απέδειξαν ότι οι φιλελεύθερες (liberal) ψευδαισθήσεις στην εξωτερική πολιτική, μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία μίας επικίνδυνα εκρηκτικής κατάστασης, ιδίως όταν δεν συνοδεύονται από καθαρό πολιτικό πλάνο και παραβλέπουν ιδιαίτερα δυναμικές ταυτοτικές σχέσεις στο εσωτερικό μιας τρίτης χώρας. Η διερεύνηση και η ανάλυση των περίπλοκων αλληλεπιδράσεων της διεθνούς πολιτικής αρένας,  το οποίο άλλωστε είναι και το κύριο αντικείμενο του επιστημονικού πεδίου των Διεθνών Σχέσεων, δεν συνιστά σχετικοποίηση της ιστορίας, διατήρηση ίσων αποστάσεων και, σε καμία περίπτωση, δεν αποτελεί νομιμοποίηση, ούτε καν την ελάχιστη, του παράνομου πολέμου του προέδρου Πούτιν.

Διάγγελμα Ρώσου Προέδρου

Το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου της 21ης Φεβρουαρίου συνόψισε όλο το φάσμα της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, όπως αυτή σχηματίστηκε με την έναρξη της πρώτης προεδρίας του Πούτιν το 2000. Κινούμενος από νοσταλγία για το αυτοκρατορικό παρελθόν της Ρωσίας, έντονη κριτική και επίρριψη μοιραίων ιστορικών ευθυνών στη Σοβιετική Ένωση και οργή για τον τρόπο με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε τη Ρωσική Ομοσπονδία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις προθέσεις του Πούτιν. Προθέσεις, οι οποίες ήταν, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο ανοιχτά δεδηλωμένες σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος έκανε σαφές ότι η υποτιθέμενη απειλή του ΝΑΤΟ, μέσω της Ουκρανίας, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, ώστε να νομιμοποιήσει το δικό του αφήγημα, σύμφωνα με τη δική του ανάγνωση της ιστορίας και του διεθνούς δικαίου, την (τότε) επικείμενη εισβολή στην Ουκρανία. Η Ρωσία του Πούτιν, όπως κάθε αναθεωρητική δύναμη, επιθυμεί ανατροπή του σημερινού παγκόσμιου status quo, αλλαγή συνόρων και νέο συσχετισμό δυνάμεων στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης.

H E.E απέτυχε

Ο σημερινός πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία είναι και ο αντικατοπτρισμός της αποτυχίας της Ε.Ε, να δράσει κατασταλτικά στο ενδεχόμενο του πολέμου. Ειδικά, μάλιστα,  αν συνυπολογίσουμε από τη μία το γεγονός ότι υπήρχαν αλλεπάλληλες και έγκαιρες προειδοποιήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για πιθανή έως βέβαιη ρωσική επίθεση, πολύ πριν την έναρξη της εισβολής, και από την άλλη, το γεγονός ότι ο Πούτιν έχει δείξει στο παρελθόν ότι δεν μπλοφάρει. Τα σχεδόν επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την υπογραφή των Συμφωνιών του Μινσκ μέχρι σήμερα, η Ε.Ε έμεινε, κυρίως , σε επίπεδο ευχολογίων για στήριξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της, ενίσχυση των πολιτικών θεσμών και, φυσικά, ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια στη χώρα. Παρά το γεγονός, ότι οι δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, Γαλλία και Γερμανία, θεωρούσαν ότι οι συμφωνίες του Μινσκ ήταν μονόδρομος για την ειρηνική επίλυση των διαφορών της Ρωσίας και της Ουκρανίας, η Ένωση δεν κατάφερε να διαδραματίσει έναν ισχυρό και αποτελεσματικό διπλωματικό ρόλο για την εφαρμογή τους. Είναι ανέφικτο η οικονομική βοήθεια και οι σχηματικές υποσχέσεις για δημοκρατία και ειρήνη, να φέρουν πραγματικές πολιτικές τομές σε μια χώρα όπως η Ουκρανία, όταν, την ίδια στιγμή, η Ένωση δεν επιδεικνύει την αναμενόμενη διπλωματική εγρήγορση όσον αφορά την εφαρμογή σημαντικών διπλωματικών πράξεων, όπως το Normandy Format και οι Συμφωνίες του Μινσκ, τα οποία, εν τέλει, έμειναν στα χαρτιά.

Η απρόκλητη επιθετικότητα του Πούτιν και η πραγμάτωσή της επί του πεδίου με στρατιωτικά μέσα, έφερε την Ευρώπη και τον κόσμο, και κυρίως την Ε.Ε, μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα, εντός της οποίας, καλείται σήμερα να δράσει και, στην ουσία, να αναρωτηθεί για την ιστορική της ύπαρξη και το ιστορικό της χρέος, για την ίδια την ταυτότητά της. Από την ίδρυσή της και μέχρι πριν λίγα χρόνια, η Ένωση έμαθε να λειτουργεί στη βάση της πεποίθησης ότι η ιστορία έχει τελειώσει. Η πολιτική οντότητα της Ένωσης έμοιαζε περισσότερο να αποτελεί διαχειριστή εθνικών οικονομιών και νομισματική, παρά πολιτική ένωση, διοικούμενη στην πραγματικότητα, στον αυτόματο πιλότο, από ένα κέντρο λήψης αποφάσεων από τη φούσκα των Βρυξελών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, της, χωρίς καμία αμφιβολίας, εμπέδωσης της δημοκρατίας και της ευημερίας εντός της Ένωσης, αλλά και της μεγάλης κρίσης χρέους των προηγούμενων ετών (η πρώτη πραγματική κρίση της Ε.Ε), η Ένωση φάνηκε να πάσχει από έλλειψη στρατηγικού πλάνου. Η ασφάλεια της Ευρώπης αφέθηκε εξ ολοκλήρου στα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών.

Αυτή η εναπόθεση της ευρωπαϊκής ασφάλειας στις ΗΠΑ, καθήλωσε την Ένωση σε ρόλο αμήχανου παρατηρητή μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Ρωσίας, αλλά και αναδυόμενων νέων δυνάμεων, όπως η Κίνα. Τα πεπραγμένα των προηγούμενων ετών έδειξαν ότι η Ένωση, είτε δεν θέλει αρκετά είτε δεν δύναται, να προχωρήσει σε μία βαθύτερη και ισχυρότερη πολιτική ενοποίηση και στη διαμόρφωση μιας ενιαίας και αδιαίρετης εξωτερικής πολιτικής. Αντί αυτού, η Ένωση προτίμησε να επεκτείνεται προς την Ανατολική Ευρώπη, αδιαφορώντας, για το ότι, εκτός από την επιθυμητή εκ μέρους της Ένωσης επέκταση των ευρωπαϊκών αρχών και θεσμών και την οικοδόμηση μίας σταθερής ειρηνικής συνθήκης στην πολύπαθη ευρωπαϊκή ήπειρο, η ένταξη νέων χωρών και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με ακόμα περισσότερες, ενδέχεται, όταν απουσιάζει μία αδιάσπαστη εξωτερική πολιτική, να οδηγεί σε μία αποδυνάμωση των θεμελιώδους ευρωπαϊκού αφηγήματος και παραδείγματος, καθώς και στον κατακερματισμό των στόχων της Ένωσης στο παγκόσμιο πολιτικό επίπεδο, του νέου πολυπολικού πεδίου των διεθνών σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο δεν ήταν λίγες οι φορές, κατά τις οποίες η Ένωση προτίμησε στις σχέσεις της με την Ουκρανία να μείνει σε ένα επίπεδο ήπιας πολιτικής, εγκλωβισμένη σε μία εξωτερική πολιτική εξαρτημένη από τις ΗΠΑ, περιοριζόμενη σε μικροπολιτικά τερτίπια με βραχυπρόθεσμους στόχους, τα οποία περισσότερο εξυπηρετούσαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρά τα συμφέροντα της Ε.Ε και σίγουρα όχι τα συμφέροντα της Ουκρανίας.

Η νέα πραγματικότητα, η οποία προέκυψε από την παράνομη εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, θέτει νέα ερωτήματα, διλλήματα και ευθύνες στην Ένωση, και σε τελική ανάλυση αναδεικνύει τις συνέπειες της οριστικής εγκατάλειψης από την Ένωση της realpotik.

Πρωτοφανή αντανακλαστικά από την ΕΕ

Παρά τις ευθύνες και της αδυναμίες της, σε πρώτο επίπεδο η Ένωση επέδειξε πρωτοφανή αντανακλαστικά ενότητας και αδιαπραγμάτευτης συμπαράστασης, πολιτικής και υλικής, στον αμυνόμενο. Το, συνεχώς διευρυνόμενο, πακέτο κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας, αποτελεί μοχλό πίεσης στον Ρώσο πρόεδρο και τη χώρα του, η οποία παρά το μέγεθός της, είναι στην πραγματικότητα μία οικονομία, της οποίας το ποσοστό στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη βαίνει διαρκώς μειούμενο. Ταυτόχρονα, όμως, ο αντίκτυπος των κυρώσεων αυτών, δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη, την ενεργειακά εξαρτώμενη από τη Ρωσία, Ένωση.  Μπορεί η Ένωση να μην πολεμά στην Ουκρανία για την Ουκρανία (πώς να το κάνει άλλωστε;), παρέχει, όμως, στην αμυνόμενη χώρα αμυντικό οπλισμό και υγειονομικό υλικό, απαραίτητα για την αντίσταση των Ουκρανών έναντι στον κατακτητή. Το ερώτημα που προκύπτει, όμως, είναι αν η Ένωση εκτιμά ότι αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί από την Ουκρανία, μέσω αμυντικού εξοπλισμού και μέσω κυρώσεων στον επιτιθέμενο. Μία θετική απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, άλλη μία απομάκρυνση της Ένωσης από την πραγματικότητα. Οι πόλεμοι δεν κερδίζονται με κυρώσεις, αλλά με ισχύ και διαπραγματεύσεις. Θα ήταν καταστρεπτικό για την Ουκρανία και μοιραίο για την Ένωση, να παρασυρθεί η Ουκρανία σε έναν πόλεμο φθοράς εναντίον μίας χώρας, η οποία μπορεί να μην είναι η στρατιωτική υπερδύναμη που ήταν κάποτε, διαθέτει, όμως, όλα εκείνα τα στρατιωτικά μέσα για να καθυποτάξει την Ουκρανία και να διαλύσει την κρατική της οντότητα. Θα ήταν εξίσου καταστρεπτικό για την Ένωση και το σύνολο του κόσμου να μετατραπεί η σύγκρουση αυτή σε μία μεγαλύτερη και απρόβλεπτη σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία.

Η Ε.Ε ως διπλωματική δύναμη ειρήνης

Σε ένα δεύτερο επίπεδο η Ε.Ε  οφείλει, αν σέβεται την ιστορία της και τις ευθύνες της και αν επιθυμεί να είναι μία μεγάλη διπλωματική δύναμη ειρήνης, να φέρει σε, οργανωμένες και με άμεσο στόχο την κατάπαυση του πυρός, συνομιλίες τις δύο πλευρές. Και αυτό διότι, όχι μόνο αποτελεί το ανθρωπιστικό της καθήκον, αλλά και γιατί ο πόλεμος της Ουκρανίας αντανακλά την κρίση ταυτότητας της Ένωσης και, εν γένει, την κρίση της Δύσης. Οι παλινωδίες της Ένωσης μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, συνέβαλλαν, όχι μόνο στη φθορά των αξιών της ΕΕ, αλλά και στην κλιμάκωση της σύγκρουσης. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, η μη ορθολογική αντιμετώπιση των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων από τη Δύση, δείχνει ότι παρά τις προειδοποιήσεις κανείς δεν ήταν πραγματικά προετοιμασμένος για τον πόλεμο αυτό.

Η επίθεση στον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της Ε.Ε

Σε ένα τρίτο επίπεδο, η Ένωση, στον πόλεμο της Ουκρανίας, βιώνει και μία επίθεση στον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της και στην επίγνωση της φύσης και της θέσης της. Η επίθεση στον πολιτισμό αυτό φέρνει την Ένωση μπροστά, αφενός σε διλλήματα σχετικά με την ταυτότητα της και τη θέση της παγκοσμίως, αφετέρου στην αναγκαιότητα μίας στρατηγικής ανασυγκρότησης, μέσα σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο και, φυσικά, μεταξύ δύο δυνάμεων, με ένα ειδικό πυρηνικό βάρος, που η ίδια η Ένωση δεν διαθέτει. Οι εξαγγελίες για κοινά εξοπλιστικά προγράμματα Γαλλίας – Γερμανίας, οδηγούν σε έναν ιστορικό επανεξοπλισμό, ο οποίος, για να είναι αποτελεσματικός οφείλει να διαθέτει εγγυήσεις και αντίβαρα. Επομένως, πριν μπούμε σε μία συζήτηση για τη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης, πριν βιαστούμε να επισημάνουμε την αναπόδραστη, για κάποιους, ανάγκη για κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, πριν πανηγυρίσουμε την ανάδειξη της Ένωσης σε έναν νέο πόλο στρατιωτικής ισχύος, ας αναρωτηθούμε ξανά το βασικό ερώτημα της ύπαρξης της Ένωσης, δηλαδή το τι ένωση θέλουμε και αν μπορεί η Ένωση, μόνη χωρίς της εγγυήσεις που οι ΗΠΑ παρέχουν, χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο μέλος της, να αναλάβει όχι μόνο την οικονομική δαπάνη για την δημιουργία μιας στρατιωτικής δύναμης ικανής να διεξάγει πολέμους, αλλά και το πολιτικό και έμψυχο κόστος διακινδύνευσης. Ταυτόχρονα, η εμμονή της Ένωσης, ακόμα και σήμερα, σε οικονομικά εργαλεία (όπως οι κυρώσεις), δίνουν χώρο σε άλλες περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, η οποία ακολουθεί σταθερά το δόγμα του επιτήδειου ουδέτερου, και το Ισραήλ να καλύψουν το κενό της διπλωματίας που η ΕΕ πρόθυμα αφήνει. Ο  παράνομος πόλεμος της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία και οι ευθείες απειλές του Ρώσου προέδρου σε όλη τη δύση, οδηγούν σε άμεση ανασύσταση της στρατηγικής ασφαλείας της ηπείρου και μετασχηματίζουν το διεθνές σύστημα, καλώντας την Ένωση να δράσει δυναμικά, όχι μόνο ως προς την άμεση παύση της αιματοχυσίας και της διάλυσης της Ουκρανίας, αλλά ως προς την ανάδειξή της ΕΕ σε έναν αδιάσπαστο πόλο ισχυρής διπλωματίας και εγγυητή της ειρήνης.

* Η Κωνσταντίνα Δ. Οικονόμου είναι διεθνολόγος.

Πηγή εικόνας

https://www.capital.gr/forbes/3615247/o-oplismos-tis-rosias-gia-mia-eisboli-kai-pos-i-oukrania-mporei-na-antistathei

Πριν Φύγετε