Αρχική » Ελληνοτουρκικές Σχέσεις μια συνάρτηση ευρύτερων δυνάμεων

Ελληνοτουρκικές Σχέσεις μια συνάρτηση ευρύτερων δυνάμεων

0 comment 718 views

Της Κωνσταντίνας Δ. Οικονόμου*

Η Ελλάδα, από την αδράνεια σε νέα δύναμη αποτροπής

Η Ελλάδα για πολλά χρόνια αντιλαμβανόταν τα ζητήματα των διαφορών της με την Τουρκία υπό ένα ευρωπαϊκό πρίσμα. Η Συμφωνία του Ελσίνκι σήμαινε για την Ελλάδα μία ευκαιρία εξομάλυνσης των σχέσεων με τη γείτονα χώρα μέσω μιας ευρωπαϊκής πορείας, μιας δημοκρατικής και θεσμικής αναβάθμισης της Τουρκίας[1]. Η διάψευση των προσδοκιών αυτών, άφησε ουσιαστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 την Ελλάδα χωρίς ένα καθαρό και συνεκτικό στρατηγικό πλάνο έναντι της Τουρκίας.

Μάλιστα, η δεκαετής οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2009 και η συνακόλουθη μονοπωλιακή ενασχόληση της εξωτερικής πολιτικής με τις προσπάθειες διάσωσης της χώρας εντός της ΟΝΕ, εγκλώβισε την ελληνική εξωτερική πολιτική εντός της παραδοχής ότι το πεδίο και τα μέσα δράσης επιτρέπεται να είναι μόνο ό,τι δεν επιδρά αρνητικά στην οικονομική και ευρωπαϊκή επιβίωση της χώρας. Η εσωστρέφεια της Ελλάδας σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο και οι προκλήσεις που έθεσε η βαθιά οικονομική κρίση στην εθνική κυριαρχία, καθήλωσαν την εξωτερική πολιτική σε ένα επίπεδο κατευνασμού της, κυρίως, ήπιας τότε τουρκικής διεκδικητικής συμπεριφοράς.

Η αναβολή στο μέλλον των κρίσιμων αποφάσεων για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, οδηγήθηκε από μία απροθυμία των ελληνικών κυβερνήσεων να μιλήσουν ορθολογικά για τα διαχρονικά φλέγοντα ζητήματα της χώρας με την Τουρκία και από μία αδιαφορία για τις δυσάρεστες αλήθειες που έπρεπε ειπωθούν. Η έλλειψη στρατηγικού πλάνου σήμαινε ότι για χρόνια οι κυβερνήσεις της Ελλάδας αδυνατούσαν να συλλάβουν μία αποτελεσματική στρατηγική επίλυσης των διαφορών, με αποτέλεσμα περιορίζονται ανά διαστήματα σε μία υποκριτική πατριωτική ρητορική μηδενικού πολιτικού κόστους, αλλά και μηδενικού πολιτικού αποτελέσματος σε εθνικό επίπεδο.

Το πεδίο του δημόσιου λόγου δεν αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο ανάλυσης και προώθησης στην ελληνική κοινωνία των πραγματιστικών εθνικών συμφερόντων, αλλά ένα πεδίο αταβιστικού εφησυχασμού και ναρκισσιστικής αδιαφορίας έναντι των νέων δεδομένων που δημιουργούνταν στη γειτονιά μας. Ο δημόσιος λόγος σε κορυφαίο επίπεδο, αντί να προσπαθεί με ρεαλιστικούς συλλογισμούς να επηρεάσει και να διαμορφώσει την κοινή γνώμη, την ακολουθούσε εμμένοντας σε έναν αντιπαραγωγικό και ανέξοδο λαϊκισμό. Η συνεχής εκλογίκευση, από την ελληνική πλευρά, της προκλητικής συμπεριφοράς της Τουρκίας είτε ως απόπειρα εξαγωγής και εκτόνωσης μίας εσωτερικής πολιτικής κρίσης είτε ως μίας στρατηγικής με στόχο την οικονομική (και τάχα δίκαιη) συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, υπέκρυπτε τα πραγματικά κίνητρα της αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής, δηλαδή τα ταυτοτικά και ιδεολογικά της κίνητρα.

Κατά τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα για πολλά χρόνια επέλεξε τη μικροδιαχείρηση των ζητημάτων της με την Τουρκία και αδιαφόρησε για τις ουσιαστικές και οριστικές διευθετήσεις. Η πολιτική του κατευνασμού διολίσθησε σε επίπεδα υποχώρησης και σε έναν βαθμό, τουλάχιστον σε χαμηλής πολιτικής ζητήματα, παγίωσε τη μερική φινλανδοποίηση της Ελλάδας από την Τουρκία.

Στο δίλημμα ασφαλείας των σχέσεων με την Τουρκία, η Ελλάδα ακολούθησε και εξακολουθεί να απαντά με το δόγμα της αποτροπής. Στον αντίποδα της αναθεωρητικής εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, αποδέχεται το status quo της περιοχής της, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την απειλή που αποτελεί η Τουρκία για την εθνική της ασφάλεια. Για τον λόγο αυτό, έχει παραδοσιακά, ακολουθήσει ένα αμυντικό στρατηγικό δόγμα, το οποίο βασίζεται στην αποτροπή, μέσω εξωτερικής και εσωτερικής ισορροπίας.

Σε επίπεδο εξωτερικής ισορροπίας, η Ελλάδα ήταν πάντα ένας πραγματικά αξιόπιστος εταίρος μεγάλων διεθνών οργανισμών, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ και άλλων περιφερειακών συμμαχιών, διατηρώντας μία σημαντική ήπια ισχύ σε περιφερειακό επίπεδο, αντισταθμίζοντας, ως ένα βαθμό, την έλλειψη πρωτογενούς ισχύος αποτροπής. Κάτι που επιχειρεί να αποκτήσει τα τελευταία δύο χρόνια, με την αναγκαία αναβάθμιση του στρατηγικού της δόγματος, μέσω της ανανέωσης του αμυντικού της εξοπλισμού, η οποία ενδυναμώνει σημαντικά την εσωτερική δύναμη αποτροπής.

Σήμερα, σε αυτό το διεθνές σύστημα, το πιο περίπλοκο από ποτέ, η Ελλάδα καλείται να στοχαστεί κριτικά, όχι μόνο το στρατηγικό της δόγμα, αλλά και τη θέση της στον κόσμο. Οι προκλήσεις απαιτούν ανασύνταξη δυνάμεων και εθνικό πλάνο. Η, μέχρι πρότινος, διακριτική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή και η στρατηγική αμηχανία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδειξαν στην Ελλάδα ότι είναι κρίσιμης σημασίας η δυνατότητά της να αποτελεί η ίδια τη δύναμη αποτροπής των απειλών της.

Ακόμη, η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου για την αντιμετώπιση μίας επιθετικής δύναμης-ταραξία δεν είναι αρκετή, αν δεν συνοδεύεται από τις αντίστοιχες ενέργειες, αλλά και την αντίστοιχη ευθύνη για αποδοχή και σεβασμό του όποιου αποτελέσματος. Επομένως, εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας ορίζονται από τους εξής αναγκαίους πυλώνες: τη θεμελίωση ενός ενιαίου, ορθολογικού και ρεαλιστικού εθνικού στρατηγικού πλάνου, το οποίο προαπαιτεί τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις, τη δραστήρια διπλωματική πολιτική με πολυεπίπεδη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου μέσω συνεργασιών και στρατηγικών συμμαχιών, την αναβάθμιση της πολιτικής οντότητας της χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την περαιτέρω ενίσχυση της δύναμης αποτροπής.

Τα νέα δεδομένα μετά την κρίση στην Ουκρανία

Η παράνομη εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία λειτούργησε ως επιταχυντής σημαντικών εξελίξεων. Η κυριότερη από αυτές ήταν η ανασύνταξη της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή ήπειρο και η βίαιη έξοδος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την στρατηγική αδράνεια ετών. Η επιστροφή των ΗΠΑ επαναφέρει και επανοηματοδοτεί τον άξονα γύρω από τον οποίο καλούνται όλες οι διεθνείς δυνάμεις, μικρές και μεγάλες, να τοποθετηθούν. Για την Ελλάδα, μία ευρωπαϊκή και φιλελεύθερη δημοκρατία, το ερώτημα έχει απαντηθεί εδώ και καιρό.

Για την Τουρκία, το ερώτημα αυτό είναι πιο αμείλικτο από ποτέ, καθώς τη φέρνει αντιμέτωπη με τα σκληρά διλήμματα, τα οποία προκύπτουν από τη γεωπολιτική της θέση και από την επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική των αμφίσημων ταλαντεύσεων μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η ανασυγκρότηση της Δύσης ως στρατηγική οντότητα είναι για την Τουρκία η τελευταία ευκαιρία να ακολουθήσει μία ορθολογική πολιτική σε διεθνές επίπεδο. Αυτό, άλλωστε, δείχνουν και οι σημαντικές, περισσότερο σε συμβολικό και λιγότερο σε πολιτικό επίπεδο, συναντήσεις του Ερντογάν με τον Μητσοτάκη και τον Σόλτς.

Και οι δύο λειτούργησαν ως  μία επισκόπηση των διμερών σχέσεων της Τουρκίας με την Ελλάδα και τη Γερμανία και μία υπενθύμιση, επιτακτική πλέον, των μεγάλων και τίμιων αποφάσεων που η Τουρκία οφείλει να πάρει σε αυτές τις ιστορικές στιγμές. Και οι δύο ευρωπαίοι ηγέτες, έθεσαν την Τουρκία αντιμέτωπη με την προβληματική πολιτική των ίσως αποστάσεων που ακολουθεί στο ζήτημα του πολέμου της Ουκρανίας, αλλά και το διπλό παιχνίδι, στο οποίο επιδίδεται σταθερά στις σχέσεις της με τη Δύση και την ΕΕ.

Καταλύτης στη νέα περίοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν αποτελεί μόνο η επαναφορά των ΗΠΑ σε ρόλο ρυθμιστή του διεθνούς συστήματος και των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, αλλά και η στάση της Γερμανίας, η οποία διατηρεί ιστορικά σταθερές και στενές, αλλά και περίπλοκες σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά μέσα στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας, όπως αυτό θα διαμορφωθεί το επόμενο διάστημα. Η ιστορική και πολιτική συγκυρία αυτή, είναι μία ευκαιρία που η Ελλάδα δεν μπορεί να αφήσει να περάσει ανεκμετάλλευτη. Η αδράνεια και οι αποτυχίες δεκαετιών, έδειξαν ότι μία συνεχής πολιτική κατευνασμού μπορεί να έχει επικίνδυνα αποτελέσματα.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά σήμερα, τα ελληνοτουρκικά ζητήματα βρίσκονται σε συνάρτηση με συσχετισμούς δυνάμεων σε πολύ ανώτερο επίπεδο από αυτό των διμερών σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το σύστημα, η Ελλάδα πρέπει να έχει επίγνωση του ιστορικού χρόνου και να τοποθετηθεί στρατηγικά με τρόπο που θα μεγιστοποιεί την ασφάλεια και την ωφέλεια της, διεκδικώντας καθαρές, δίκαιες και οριστικές λύσεις στα εθνικά της ζητήματα.

* Η Κωνσταντίνα Δ. Οικονόμου είναι διεθνολόγος.

Βιβλιογραφικές Πηγές

Βερέμης, Θ. (2013). Ιστορία των Ελληνοτουρκικών Σχέσεων 1453-2005. Σιδέρης.

Featherstone, K., Sotiropoulos, D.A. (Eds.). (2020). The Oxford Handbook of Modern Greek Politics. Oxford University Press.

Siegl, E. (2002). Greek-Turkish Relations—Continuity or Change?. Perspectives, 18, 40-52.

[1] Tsakonas, P. (2010). The Incomplete Breakthrough in Greek-Turkish Relations: Grasping Greece’s Socialization Strategy (1st ed.). Palgrave Macmillan.

Πηγή εικόνας

https://www.tanea.gr/2021/06/11/politics/peloni-gia-ellinotourkika-i-proodos-tou-dialogou-perna-apo-tin-symperifora-tis-tourkias/

Πριν Φύγετε