Αρχική » Ελληνοτουρκικές Σχέσεις: κλασικό παράδειγμα ανταγωνισμού

Ελληνοτουρκικές Σχέσεις: κλασικό παράδειγμα ανταγωνισμού

0 comment 614 views

Της Κωνσταντίνας Δ. Οικονόμου*

«Οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αποτελούν ένα κλασικό παράδειγμα ανταγωνισμού δυνάμεων εντός ενός, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, άναρχου διεθνούς συστήματος»

Ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό πλαίσιο σχέσεων

Το ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας αποτελεί σημείο αιχμής της διεθνολογικής ανάλυσης για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Μία μακροϊστορική προσέγγιση της διάδρασης των δύο χωρών, αναδεικνύει τον ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα του πλαισίου των σχέσεων τους. Μπορούμε να περιγράψουμε, ευσύνοπτα, τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκρουσιακού αυτού πλαισίου, δηλαδή τη νοηματοδότησή του από το γεγονός ότι η εθνική ταυτότητα των δύο χωρών έχει, σε μεγάλο βαθμό, αμοιβαία προσδιοριστεί σε έναν άξονα αντίθεσης μεταξύ τους και την οριοθέτησή του γύρω από τον ακρογωνιαίο λίθο της Συνθήκης της Λωζάννης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο των διμερών σχέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας, μέχρι και σήμερα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ανταγωνιστικών σχέσεων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αποτελούν ένα κλασικό παράδειγμα ανταγωνισμού δυνάμεων εντός ενός, άλλοτε περισσότερο άλλοτε λιγότερο, άναρχου διεθνούς συστήματος για ισχύ και ασφάλεια, ως ορθολογικοί πολιτικοί δρώντες[1].

Σύντομο ιστορικό πλαίσιο

Εξετάζοντας το ζήτημα υπό τη ρεαλιστική θεώρηση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι μόνο η έκφραση αυτόνομων κρατικών συμπεριφορών σε εξωτερικό επίπεδο, αλλά και η αντανάκλαση του χαρακτήρα και της επιρροής του διεθνούς συστήματος μέσα στο οποίο οι δύο χώρες δρουν και αλληλεπιδρούν[2]. Έτσι, διαχρονικά οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από την εναλλαγή περιόδων έντασης και ύφεσης, φτάνοντας μέχρι σήμερα σε μία συνθήκη χαμηλής πολιτικής σύγκρουσης, με εξάρσεις υψηλής έντασης.

Επιχειρώντας, μία εν συντομία αναφορά στην εξέλιξη τους, παρατηρούμε την ύπαρξη διακριτών περιόδων σχέσεων. Από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, οι δύο χώρες συνήψαν υποτυπώδεις φιλικές σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονταν σε μία διαδικασία πρώιμης στρατηγικής τοποθέτησης στο διεθνές σύστημα. Από τη δεκαετία του 1940, και ιδίως μετά το τέλος του Β’ΠΠ, οι δύο χώρες πέρασαν σε μία φάση πειθαρχημένης εξωτερικής πολιτικής, χωρίς περιθώρια αυτόνομων ελιγμών, γεγονός που αντανακλούσε την ανάγκη για ισορροπία μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων και των σφαιρών επιρροής τους, αλλά και σε μία αποκρυστάλλωση της ανάγκης τους για ανάπτυξη ασφάλειας εντός του γεωπολιτικού τους χώρου, η οποία, εν τέλει, οδήγησε στην ανάδειξη των μεταξύ τους διαχρονικών ιστορικών διαφορών.

Από το 1960 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, οι δύο χώρες εμπλέκονταν σε υψηλής έντασης διακρατικό ανταγωνισμό (με αποκορύφωμα την κρίση της Κύπρου, της τουρκικές πετρελαϊκές έρευνες στο Αιγαίο το 1976 και το 1987, η κρίση των Ιμίων το 1996), ο οποίος εντάθηκε και απέκτησε νέες διαστάσεις, καθώς η μεταβολή του διεθνούς συστήματος από το 1990 και μετά, έφερε τις διαφορές των δύο χωρών στο προσκήνιο με μία νέα αίσθηση επείγοντος. Σημείο τομής την περίοδο αυτή, αποτέλεσε η Συμφωνία του Ελσίνκι και η πολλά υποσχόμενη αισιοδοξία για ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που έφερε μαζί της.

Το αρχικό θετικό κλίμα, πάντως, γρήγορα αποδείχθηκε μάλλον απατηλό, καθώς η όλο και μεγαλύτερη διολίσθηση της Τουρκίας σε ένα αυταρχικό καθεστώς, απομάκρυνε το ενδεχόμενο μιας ειρηνικής συνύπαρξης υπό το μοντέλο ευρωπαϊκών δημοκρατιών και άφησε την Ελλάδα αντιμέτωπη με έναν ολοένα πιο απειλητικό γείτονα. Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον  Ερντογάν, η Τουρκία αυξάνει συνεχώς την ένταση της σύγκρουσης, προωθώντας μία οργανωμένη αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο.

Οι διαφορές των δύο χωρών

Για την Ελλάδα, η μόνη διαφορά της με την Τουρκία είναι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, όπως αυτό διαμορφώθηκε από το 1973. Έκτοτε και γύρω από αυτόν τον άξονα, η Τουρκία ακολουθεί μία μαξιμαλιστική πολιτική συσσώρευσης διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αναβάθμιση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών.

Ως εκ τούτου, το σύνολο των διεκδικήσεων της Τουρκίας περιλαμβάνει την αμφισβήτηση του νόμιμου κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα δώδεκα ναυτικά μίλια, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, την αμφισβήτηση του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, την αμφισβήτηση των θαλάσσιων συνόρων, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών, την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων του FYR  Αθηνών, την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης και η απαίτηση για αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου[3].

Τέλος, ο μεγάλος γρίφος του κυπριακού ζητήματος, το οποίο, αν και υπό μία αυστηρά στενή έννοια, δεν αποτελεί ζήτημα διμερών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, είναι ένα διεθνές νομικό ζήτημα εισβολής και κατοχής, είναι για τη χώρα μας, ένα ανοιχτό και πάντα επίκαιρο ζήτημα ιστορικής ευθύνης, του οποίου η λύση είναι προαπαιτούμενο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Γίνεται σαφές από την παραπάνω λίστα διεκδικήσεων, ότι η Τουρκία ακολουθεί μία πάγια επιθετική και διεκδικητική πολιτική έναντι της Ελλάδας και βρίσκεται σε πορεία ευθείας και μη αναστρέψιμης αμφισβήτησης της εθνικής της κυριαρχίας. Η πολιτική αυτή της Τουρκίας, αποτελεί μόνο ένα μέρος της μεγάλης αναθεωρητικής τακτικής της Τουρκίας, η οποία αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάννης στο σύνολο της και αποσκοπεί σε ολοκληρωτική αλλαγή του status quo της περιοχής.

Η Τουρκία, από ισορροπιστής μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σε επιτήδειο ταραξία

Ο επιθετικός χαρακτήρας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν αποτελεί ούτε έκπληξη ούτε νέα εξέλιξη. Έχοντας τις ρίζες του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, είναι σύμφυτος με την ίδια την ύπαρξη του τουρκικού κράτους και τη δομική επιθετικότητα της τουρκικής πολιτικής εν γένει. Η Τουρκική Δημοκρατία, παραφράζοντας τον Κονδύλη, από την αρχή της δημιουργίας της, δεν έπαψε να κοιτά πέρα από τα σύνορά της, σε σημεία που την οδηγούν οι ηγεμονικές της μνήμες[4].

Αυτή η τάση έγινε σαφής μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, όταν η Τουρκία σταδιακά ξεκίνησε την προσπάθειά της να καλύψει το κενό ισχύος που άφησε στην ευρύτερη περιοχή της η Σοβιετική Ένωση. Ακόμα περισσότερο, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ερντογάν, μετά από μία σύντομη (αλλά πληθωρική) επανασύσταση της χώρας ως σοβαρό και αξιόπιστο εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα μπορούσε να λειτουργεί εξισορροπητικά ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο και ιδίως εκείνων των εξτρεμιστικών τμημάτων του Ισλάμ και την οντότητα της Δύσης, αντιλαμβανόμενη ότι τα οφέλη της από μία στενή συμμαχία με μία περιφερειακή δύναμη σαν την ΕΕ είναι μάλλον περιορισμένα, η Τουρκία επιχείρησε να αναβαθμίσει τον ρόλο της από τοποτηρητή της Ανατολικής Μεσογείου σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη της περιοχής.

Ακλουθώντας μία ιδιαίτερα οριακή εσωτερική και εξωτερική πολιτική, η Τουρκία του Ερντογάν, έδειξε ότι έχει αποδεχθεί ως μη ρεαλιστικό το ενδεχόμενο μιας συντεταγμένης ευρωπαϊκής πορείας και ένταξης (αν δεχθούμε ότι εξαρχής επιθυμούσε πράγματι ένα τέτοιο ενδεχόμενο), καθώς από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η πολιτική επιβίωση του ίδιου και του κόμματός του βρίσκεται σε υπαρξιακή σύνδεση με τους θεσμούς του κράτους, η απομάκρυνση από τις ευρωπαϊκές θεσμικές απαιτήσεις ήταν μονόδρομος. Έκτοτε, ακροβατεί επικίνδυνα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί ό,τι μπορεί στο δρόμο προς την ηγεμονική του «αποκατάσταση».

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και την ενεργοποίηση του δόγματος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και σε συνδυασμό με το νέο κενό ισχύος και ασφάλειας που άφηνε η σταδιακή υποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Ερντογάν προσπαθεί να αναβαθμίσει γεωπολιτικά τον ρόλο της Τουρκίας, εκμεταλλευόμενος το τρίγωνο αστάθειας, το οποίο σχηματίζουν τα Βαλκάνια, η Υπερκαυκασία, και η Μέση Ανατολή. Εμπνεόμενος από έναν νέο-οθωμανισμό, υβρίδιο του παντουρκισμού και του κεμαλισμού, ο Ερντογάν επιθυμεί να καταστήσει τη χώρα του στην ηγέτιδα δύναμη της ευρύτερης περιοχής.

Εφαρμόζοντας το δόγμα Νταβούτογλου περί στρατηγικού βάθους και πολλαπλών περιφερειακών ταυτοτήτων, η Τουρκία ακολουθεί μία επιθετική και επεκτατική εξωτερική πολιτική, σε συμβολικό και πρακτικό επίπεδο από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή. Με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του πολιτικού της οφέλους, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα, η Τουρκία συνάπτει στρατηγικές συμμαχίες με χώρες όπως η Αλβανία, η Βοσνία, η Λιβύη, το Αζερμπαϊτζάν, το Πακιστάν, και η Ινδία, ενώ διατηρεί μία υψηλού ρίσκου, αμφίθυμη ανταγωνιστική ισορροπία με τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, δεν χάνει ευκαιρία να εκφράζει τη δυσαρέσκεια της προς τη Δύση, χωρίς ποτέ, όμως, να έρχεται σε άμεση σύγκρουση μαζί της. Στην πραγματικότητα, αυτή η εξωτερική πολιτική των ανοιχτών μετώπων σε διαφορετικά και ετερόκλητα γεωγραφικά σημεία σε βαθμό υπερέκτασης, δείχνουν ότι η Τουρκία διακατεχόμενη από ένα σύνδρομο ηγεμόνα, είναι μία ανερχόμενη περιφερειακή και αναθεωρητική δύναμη, ο διεθνής ταραξίας της περιοχής.

Βασικός βραχίονας της επιδίωξης της Τουρκίας για ανάδειξη σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη, αποτελεί η διατήρηση της πολιτικής έντασης με την Ελλάδα. Η απροθυμία της να συμμορφωθεί με κανόνες του διεθνούς δικαίου και η υποκίνηση αυξανόμενων εντάσεων στο Αιγαίο και τη Θράκη αποδεικνύουν την επιθετική πολιτική της έναντι της Ελλάδας και, ταυτόχρονα, κάνουν το δίλλημα ασφαλείας των ελληνοτουρκικών σχέσεων πιο επίκαιρο από ποτέ. Πάγια τακτική της Τουρκίας στις σχέσεις με την Ελλάδα και στο ζήτημα της επίλυσης  των διαφορών, είναι να υποστηρίζει ότι τα ζητήματα αυτά είναι πολιτικά και όχι νομικά και απαιτούν μία συνολική πολιτική διαπραγμάτευση.

Μέσω μιας μαξιμαλιστικής διεκδικητικής πολιτικής και μίας τακτικής δημιουργίας τετελεσμένων και παγίωσης στο πεδίο, η Τουρκία επιδιώκει να φέρει την Ελλάδα σε μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση, γνωρίζοντας, ότι αν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, στο πλαίσιο των αμοιβαίων υποχωρήσεων, θα έχει πολλά περισσότερα να κερδίσει, σε σύγκριση με τα περιορισμένα οφέλη που μπορεί να προκύψουν από μία νομική διευθέτηση.

* Η Κωνσταντίνα Δ. Οικονόμου είναι διεθνολόγος.

Βιβλιογραφικές Πηγές

[1] Ifantis, K. (2001). Power Politics, Security Dilemma, and Crisis Behaviour: The Case οf Imia. Hellenic Studies, 9(2), 29-48.

[2] Jackson, R., Sorensen, Georg. (2016). Introduction to International Relations: Theories and Approaches (6th ed.). Oxford University Press.

[3] Ζητήματα Ελληνοτουρκικών Σχέσεων, Υπουργείο Εξωτερικών Ελληνικής Δημοκρατίας, https://www.mfa.gr/zitimata-ellinotourkikon-sheseon/

[4] Κονδύλης, Π. (2004). Θεωρία του πολέμου. Θεμέλιο.

Πηγή εικόνας

https://gr.pinterest.com/gkampakos/%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%BF%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%BA%CE%B1/

Πριν Φύγετε