Της Βάσιας Κεσίδου*
Σύντομη αναδρομή
Το θέμα των αποζημιώσεων είχε πάντα θέση στο εγχώριο πολιτικό προσκήνιο, άλλοτε με δυναμικό και άλλοτε με μετριοπαθή χαρακτήρα που καθοριζόταν βάσει της εκάστοτε κυβέρνησης. Τα πράγματα άλλαξαν στα τέλη της δεκαετίας του 2000 με το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης κατά τα έτη 2008-2009. Το δημόσιο χρέος ήταν πια ανεξέλεγκτο και ο κίνδυνος κατάρρευσης του τραπεζικού τομέα ήταν εμφανής. Τους πρώτους μήνες του 2010 ξεκίνησαν τα προγράμματα στήριξης του συνολικού ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος με τεράστια ποσά δανείων να καταφτάνουν στην Αθήνα, προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Φυσικά, ο βασικός πιστωτής ήταν η Γερμανία. Η στρατηγική αυτή κίνηση λειτούργησε ως μέσο ανάσχεσης των ελληνικών απαιτήσεων, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να σιωπήσει τη δημόσια συζήτηση που χαρακτήριζε το θέμα ως φλέγον.
Επιτροπή έρευνας
Το 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά ήταν αντιμέτωπη με την υλοποίηση και διεκπεραίωση ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας, το οποίο επέφερε ακόμα σκληρότερες κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες. Ήταν η περίοδος που η νεοσχηματιζόμενη αριστερή αντιπολίτευση ανακήρυξε την εκπλήρωση των γερμανικών επανορθώσεων σε κρίσιμο προγραμματικό σημείο, ως ένα μέσο που θα προσέφερε την επιτακτική πλέον «ανάσα» στην Ελλάδα. Στα τέλη του έτους, ο Πρωθυπουργός Σαμαράς δεν κατάφερε να εξισορροπήσει τη δημόσια πίεση περί του ζητήματος των γερμανικών οφειλών και, έτσι, όρισε μια επιτροπή έρευνας για το θέμα υπό την αιγίδα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και με διευθυντή τον Παναγιώτη Καρακούση.
Η επιτροπή ήταν επιφορτισμένη, αφενός, με την ανασυγκρότηση των ελληνικών απαιτήσεων για τις γερμανικές επανορθώσεις από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους τις οποίες θα ισολόγιζε με τις ήδη δοθείσες γερμανικές αποδόσεις και, αφετέρου, με την παρουσίαση ενός τελικού ποσού αξιώσεων προσαρμοσμένο στην σημερινή ισοτιμία. Επιπλέον, ειδική προσοχή όφειλε η επιτροπή να δώσει και στο πρόβλημα του κατοχικού δανείου. Τον Μάρτιο του 2013 το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους παρουσίασε την πρώτη ενδιάμεση αναφορά μεγέθους 80 σελίδων, η οποία ταξινομήθηκε ως «αυστηρώς απόρρητη» και δόθηκε αποκλειστικά στο Υπουργείο Εξωτερικών και στον Πρωθυπουργό. Έπειτα ακολούθησε μια αναφορά του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί του ίδιου θέματος αλλά με νομική βάση. Ένα μήνα αργότερα, ωστόσο, διέρρευσαν λεπτομέρειες, χωρίς να κάνουν λόγο για ακριβή ποσά των ελληνικών αξιώσεων. Αποτέλεσμα της διαρροής αυτής ήταν η εντονότερη πίεση των μέσων ενημέρωσης προς τις ελληνικές αρχές, ώστε το περιεχόμενο της αναφοράς να δημοσιευτεί και να χρησιμοποιηθεί ως μέσο άσκησης πίεσης στους πιστωτές και, ειδικότερα, στη Γερμανία. Αντίθετα, η κυβέρνηση δεν φάνηκε να συμμερίζεται αυτή την άποψη. Υψηλόβαθμα στελέχη της άφηναν να εννοηθεί μέσω δηλώσεων τους ότι οι συγκυρίες να ξεκινήσει η Αθήνα διαμάχη επί του θέματος των επανορθώσεων με το Βερολίνο δεν ήταν ευνοϊκές.
Παράλληλα, η επιτροπή συνέχιζε τις έρευνες και τον Δεκέμβριο του 2014 ο Παναγιώτης Καρακούσης παρουσίασε την οριστική έκθεση μεγέθους 150 σελίδων. Πρόκειται για μία εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, αφού μεταξύ άλλων αποσαφήνισε οικονομικά ζητήματα, όπως η έκταση της καταστροφής του ελληνικού εμπορικού ναυτικού εν καιρώ ουδετερότητας και οι υλικές καταστροφές υποδομών. Ο κος Καρακούσης ενημέρωσε πως το ύψος του κατοχικού δανείου προέκυψε με αναγωγή σε δολάρια του 1941 του συνολικού ποσού των αναγκαστικών απολήψεων που έλαβαν από την Τράπεζα της Ελλάδος τα γερμανικά στρατεύματα, κατά τη διάρκεια της κατοχής, διότι το δολάριο ήταν τότε το μοναδικό σχετικά σταθερό νόμισμα. Φυσικά, η έκθεση αποσιωπήθηκε πλήρως στη Γερμανία, γεγονός που αναδεικνύει την σημασία της.
Αξίζει να παρουσιαστούν και τα στοιχεία της δεύτερης έκθεσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Από 278 δισ. ευρώ έως 341 δισ. ευρώ [1] (βάσει της ισοτιμίας του ευρώ της περιόδου) κυμαίνεται ο υπολογισμός των γερμανικών οφειλών, σύμφωνα με την ενημέρωση της Επιτροπής της Βουλής από τα μέλη της ειδικής επιτροπής Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο εν λόγω ποσό περιλαμβάνονται απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ύψους 9 δισ. ευρώ, το κατοχικό δάνειο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ύψους 10,34 δισ. ευρώ, και οι υπόλοιπες αξιώσεις από τον ίδιο πόλεμο[2].
Καταλήγοντας, περιττή θεωρείται οποιαδήποτε αναφορά στην έκβαση της υπόθεσης μέχρι και σήμερα.
Σχόλια – Πηγές
[1] Karl Heinz Roth, Hartmut Rübner, Reparationsschuld. Hypotheken der deutschen Besatzungsherrschaft in Griechenland und Europa, Βερολίνο: εκδ. Metropol Verlag, 2017
[2]«Το Απόρρητο Πόρισμα του ΝΣΚ για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις», https://www.cnn.gr/news/politiki/story/1801/to-aporrito-porisma-toy-nsk-gia-tis-germanikes-apozimioseis
Πηγή φωτογραφίας
https://www.bbc.com/news/world-europe-31849430
GERMAN FEDERAL ARCHIVES