Της Εύας Αλιβιζάτου*
Οι φλόγες τυλίγουν το κορμί μου…
Καίγομαι και δεν νιώθω τίποτα, μόνο η φωτιά με κάνει να ζω τη στιγμή.
Δεν πονάω, έχει κάνει τη διαδρομή της, σχεδόν σε ολόκληρο το σώμα μου.
Ακόμα και τώρα, που φτάνει το τέλος, εγώ χαίρομαι γιατί επιτέλους θα λυτρωθώ.
Και πάλι η σιωπή μου είναι τόσο δυνατή, όσο η ορμή της κάφτρας.
Η θάλασσα με κοιτάζει με αγωνία, μου ανοίγει την αγκαλιά της διάπλατα.
Δύο κύματα ενώνονται σε σχήμα ζωής, ανθρώπινης υπόστασης…
Η κραυγή μου ακούγεται στη βοή του ανέμου.
Η θάλασσα μου γνέφει:
“Μη φεύγεις, έλα εδώ, βούτηξε στα δροσερά νερά μου, σε παρακαλώ, έλα να σωθείς, μην πληγωθείς”.
Οι εικασίες με αφήνουν αδιάφορη. Συνεχίσω να κοιτώ για δευτερόλεπτα τις σκόρπιες φλόγες να κοντεύουν να φτάσουν στο στήθος μου. Η θάλασσα δακρύζει, ένα κύμα λυπημένο σκάει μπροστά μου, μα το θαλασσινό νερό δεν με αγγίζει.
Καμαρώνω… η χαρά μου είναι ότι σε λίγη ώρα εγώ θα λυτρωθώ, γιατί αγάπησα μία και μοναδική φορά και αρνούμαι να μείνω πίσω.
Ούτε με νοιάζει το μέλλον, έμεινε μόνο το παρελθόν σ’ εμένα, να μου δείξει τον δρόμο της φυγής ψηλά στα σύννεφα.
Η μορφή σου ξεπροβάλλει ανάμεσα στα θαλασσόξυλα. Γυμνός σαν ημίθεος, μου μιλάς για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια:
“Μην έρθεις κοντά μου, καρδιά μου, σε θέλω εδώ στη γη. Μείνε και ζήσε για τους δυο μας.
Μείνε και γέλασε ξανά. Αν μ’ αγαπάς, έλα εδώ και αγκάλιασέ με μέχρι να νιώσεις όμορφα, μόνο ζήσε. Κάνε μου δώρο ό,τι ζητώ!”
Η φωτιά συνεχίζει το άγγιγμά της, φτάνει κοντά στην καρδιά μου. Ξάφνου το τσούξιμο πονά.
Βαδίζω γρήγορα στην άμμο, πέφτω στη θάλασσα με ορμή, μα εσύ χάθηκες. Με ένα χαμόγελο με έσωσες. Σε βλέπω, είναι η διαδρομή σου στα σύννεφα που κατοικείς.
Οι πληγές κλείνουν, η θάλασσα τα ξέρει όλα… Η θάλασσα κρατά μυστικά.
1η δημοσίευση εδώ
Πηγή εικόνας