Αρχική » Η τιμωρία ενός εγκλήματος

Η τιμωρία ενός εγκλήματος

0 comment 281 views

Της Εύας Αλιβιζάτου*

 

«Και νόμιζες πως αν το έκανες χωρίς να το μάθω, θα ήταν ό,τι καλύτερο; Για ποιον; Για σένα, για εμένα, για ποιον; Με τον πατέρα μου! Στιγμή δεν ντράπηκες; Δεν ένιωσες τύψεις, ενοχές;»

«Αγάπη μου, θέλω μόνο να σου πω ότι…»

 

«”Αγάπη μου”! Ποιον λες “αγάπη μου”; Είμαι ο γιος του άνδρα που κοιμήθηκες, όχι μία, αλλά πολλές φορές, φαντάζομαι. Κάτω από τη μύτη όλων κι εγώ ήμουν ηλίθιος, μια σπασμένη χορδή της κιθάρας., στα ταξίδια μου έβρισκες τη λύση. Ένα χάπι στην μητέρα μου, ένα ποτήρι κρασί η νύφη η καλή και εδώ, στο κρεβάτι το δικό μας, έφερνες τον αθεόφοβο! Κλασική περίπτωση τσούλας νύφης και άθλιου πατέρα!»

 

«Πότε θα με αφήσεις να σου πω την αλήθεια, Αλκίνοε; Πότε θ’ ακούσεις επιτέλους;»

 

«Ν’ ακούσω τι; Το μία φορά και έναν καιρό ήταν μια σκατένια ψυχή, που την παντρεύτηκα κάνοντας τόσα όνειρα; Ν’ ακούσω ότι πήγες με τον ευκατάστατο Διομήδη Σταύρου; Στα  εξήντα του, πήγε με τη γυναίκα μου! Ν’ ακούσω ότι η γυναίκα μου δεν θα έλεγε ποτέ τίποτα, αν δεν ερχόμουν με την προηγούμενη πτήση από Ζυρίχη! Δεν διασκέδαζα καλή μου, συμφωνίες έκλεινα! Σε πόσα ταξίδια σε είχα παρακαλέσει να έρθεις μαζί μου; Εντυπωσιακό είναι ότι τώρα καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά στην εταιρεία τα άφησε σ’ εμένα, αντί να πηγαίνει ο ίδιος ˙ γιατί στον κάτω όροφο κοιμάται το ζεύγος, στον πάνω εμείς. Το σίγουρο είναι ότι η μητέρα μου, η καημένη, δεν μπορούσε ν’ ανέβει πάνω ό,τι και αν γινόταν, αφού η σκλήρυνση κατά πλάκας γίνεται η ταφόπλακά της μέρα με τη μέρα. Και τώρα τι θα της πω, βρε δαιμονισμένη!»

 

Η πικρία, η προδοσία, ο πόνος στο πρόσωπο του Αλκίνοου, ήταν ολοφάνερα. Δυο μέτρα άντρας αναμετριόταν με την αναξιοπρέπεια, την ανηθικότητα, την προδοσία. Απέναντί του, η Σοφιάννα έμοιαζε, θαρρείς, μια ξένη. Η ψιλόλιγνη κοπέλα, καθισμένη στο κρεβάτι, προσπαθούσε να εξηγήσει τ’ ανεξήγητα.

 

«Όσα και να πω τώρα, τίποτα δεν θα καταλάβεις. Όσα  και να σου εξηγήσω, στα αυτιά  σου θ’ ακουστούν σαν δικαιολογία. Ένα μόνο να θυμάσαι˙ θα φύγω από δω, αλλά τον λόγο που θα συνεχίσω αυτή τη σχέση, εύχομαι όταν τον μάθεις, να με συγχωρέσεις».

 

«Να  φύγεις… ωραία! Τι ακριβώς θα πω στην μητέρα μου αν φύγεις; Ότι θα φύγεις εσύ και σίγουρα μαζί σου και ο τρισκατάρατος; Θα φανεί τυχαίο; Έφυγες εσύ, έφυγε και ο Καζανόβας της Εκάλης! Η  μητέρα μου θ’ αντέξει, πανάθεμά σας; Σοφιάννα, πανάθεμά σε! Μέχρι να σκεφτώ λοιπόν, δεν θα πας πουθενά! Τ’ ακούς; Πουθενά!»

 

Ταρακουνούσε το σώμα της κοπέλας μα δεν ανταποκρινόταν. Μόνο τα δάκρυα που κυλούσαν ήταν παράξενα, για την ιστορία που διαδραματιζόταν.

 

Στ’ αμάξι του ο Αλκίνοος άναψε ένα τσιγάρο και κατευθύνθηκε στην εταιρεία. Κατάπιε τα συναισθήματά του, δίνοντας παράσταση υποψηφιότητας για βραβείο. Χαιρέτησε το προσωπικό, μπήκε μέσα στο γραφείο και πέρασε στον υπολογιστή του τα νέα συμβόλαια εξαγωγής των προϊόντων. Η δική τους σοκολατοβιομηχανία έκανε άλματα στο εξωτερικό την τελευταία πενταετία, ειδικά στη Ζυρίχη. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα έκλεινε πέντε συμφωνίες, σε χώρες που ήταν ήδη στην φαρέτρα του. Αυτό τον έκανε να νιώθει περήφανος.

 

Ο πατέρας του χτύπησε την πόρτα και μην περιμένοντας απάντηση, μπήκε μέσα.

 

«Ευχαριστώ που είσαι διακριτικός», είπε ειρωνικά ο Αλκίνοος.

 

«Γιατί γιε μου; Τι θα σ’ έβρισκα να κάνεις;»

 

«Πότε δεν ξέρεις πατέρα. Τόσες ωραίες υπάλληλους έχουμε, άντρας είμαι, δεν ξέρεις ποτέ!»

 

Ο πατέρας του γέλασε με το κλασικό παγωμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του.

 

«Μπα, μπα, η γραμματέας σου γυάλισε;»

 

«Πατέρα, τι θες; Έχω δουλειά».

 

«Ήρθα να πω συγχαρητήρια για το νέο επίτευγμά σου και πως πρέπει να παρευρεθείς στην έκθεση σοκολάτας, στη Βιέννη, σε δέκα μέρες».

 

«Α, τέλεια! Θα πω στη Σοφιάννα να έρθει μαζί μου ˙ πάντα ήθελε να κάνει ψώνια εκεί».

 

Ο Διομήδης Σταύρου συννέφιασε, αλλά πάλεψε να μην το δείξει. Απ’ ότι φαίνεται, για κάποιο λόγο η Σοφιάννα δεν του είχε πει τίποτα ακόμα. Το παράξενο είναι ότι, άλλη στη θέση της θα τον έπαιρνε τηλέφωνο και θα του έλεγε ότι ο γιος του ξέρει τα πάντα, ότι γύρισε τη νύχτα και τους βρήκε να κοιμούνται μαζί, ότι κατέβηκε κι έφυγε αθόρυβα μέχρι τις πρωινές ώρες, που γύρισε ξανά σπίτι.

 

Το απόγευμα, στο τραπέζι του σπιτιού ήταν όλοι παρόντες, έτσι ώστε η μητέρα του, η κυρία Ουρανία, να μη νιώσει τίποτα το ανησυχητικό. Η Σοφιάννα με μεγάλη προσπάθεια πάλευε να μη δείξει απολύτως τίποτα. Οι συζητήσεις αφορούσαν εργασιακά θέματα κι ο Διομήδης ανέφερε την έκθεση στη Βιέννη.

 

«Ναι αγάπη μου, τι θα ‘λεγες να πάμε μαζί; Έκλεισα εισιτήρια για τους δυο μας», είπε ο Αλκίνοος.

 

«Ναι, ναι, θα  ‘ταν όμορφα να πάμε», ψέλλισε η Σοφιάννα χαμογελώντας.

 

Ο  Διομήδης έδειξε θυμό για την απάντηση, χωρίς να φανταστεί ότι ο γιος του ξέρει την αλήθεια. Η  κυρία Ουρανία χαρούμενη, αποκρίθηκε:

 

«Πόσο χαίρομαι παιδιά μου! Έχετε έναν χρόνο περίπου να πάτε κάπου μαζί».

 

«Συμφωνώ! Λοιπόν, αγάπη μου, πάμε επάνω να μιλήσουμε, να ξεκουραστούμε και λίγο. Το βράδυ λέω, αν θες, να πάμε στο αγαπημένο σου ρεστοράν.  Έχεις καιρό να δεις την φίλη σου, τη Ρένια».

 

Το πρόσωπο της Σοφιάννας φωτίστηκε.

 

«Ω, ναι! Θα χαρεί πολύ! Έχω μέρες, βδομάδες μη σου πω, να τη δω και μαθαίνω ότι το μαγαζί είναι πιο γεμάτο από ποτέ. Στα “σόσιαλ” έχει απίθανες φωτογραφίες, να, δες…»

 

Ο Αλκίνοος είδε τις φωτογραφίες και χαμογέλασε, σαν τον παλιό καλό καιρό.

 

«Υπέροχα! Να κλείσω τραπέζι τώρα».

 

Στιγμές αμήχανες για τον πεθερό της Σοφιάννας. Ανήξερη η κυρία Ουρανία αλλά, όπως πάντα υπομονετική και με χαμόγελο στο στόμα, χάρηκε, παρά τα κινητικά της προβλήματα.

 

Το ίδιο βράδυ, η  Σοφιάννα ήταν  μια υπέροχη κούκλα, με τα μαύρα μαλλιά της απλωμένα στους ώμους και στην πλάτη της, το κόκκινο φόρεμα να την κολακεύει σε κάθε σημείο του κορμιού της και το βαθύ ντεκολτέ ν’ αποσπά το βλέμμα του αναίσχυντου Διομήδη. Η  πεθερά της πάντα με τον καλό λόγο.

 

«Κούκλα μου, νύφη μου, να σ’ έχει ο Θεός καλά, γερή και δυνατή˙ άντε να δω κι εγγονάκι», δάκρυσε συγκινημένη.

 

Ο  Διομήδης αδιάφορος κατέβασε το ουίσκι σαν νερό, κάνοντας ότι διαβάζει μια

 

ναυτιλιακή εφημερίδα.

 

«Γιατί το κάνεις αυτό, ενώ ξέρεις την αλήθεια;», ρώτησε τον Αλκίνοο, μπαίνοντας στο πολυτελές τους αυτοκίνητο.

 

«Για την μητέρα μου, και σίγουρα για να παλέψω με τον εαυτό μου, να δω αν θα καταφέρω να σε ξεριζώσω και να σε διώξω. Όμως, θυμάμαι την τελευταία σου φράση τις προάλλες και μου έκανε εντύπωση. Είπες “όταν μάθεις, ίσως με συγχωρέσεις”. Θα παλέψω για όλα όσα κρίνω εγώ, Σοφιάννα. Όσο για το ταξίδι στη Βιέννη, καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να σε υποχρεώσω, γιατί οφείλω να σου πω ότι πλέον δεν μπορώ να σ’ αγγίξω κι ας πέθαινα για σένα ως τώρα».

 

«Αλκίνοε σ’ αγαπώ. Ναι… ξέρω, θα γελάσεις, αλλά…»

 

Μα η φίλη της Σοφιάννας ήρθε στο τραπέζι, φιλώντας την.

 

«Ρένια μου όμορφη, χαίρομαι που σε βλέπω! Τι υπέροχα που είναι όλα!»

 

Τα δάκρυα ήταν σαν δυο σταλαγματιές στα μάτια της γυναίκας του. Δε γνώριζε πολλά για την Ρένια ˙ για την ακρίβεια ελάχιστα. Κρατούσε αποστάσεις από την έπαυλη της Εκάλης. Κάποιες φορές η Σοφιάννα έβγαινε για έναν καφέ μαζί της, αλλά οι υποχρεώσεις της Ρένιας και η δουλειά της Σοφιάννας ως αρχιτέκτονα, δεν τους επέτρεπε να χαρούν τη φιλία τους.

 

Η βραδιά τους κύλησε υπέροχα και η Σοφιάννα ξεχάστηκε αρκετά, πίνοντας λευκό κρασί, τόσο που ο άντρας της αναγκάστηκε να την κρατήσει μην πέσει. Μπαίνοντας στο σπίτι, μετά τα μεσάνυχτα, ο πατέρας του καθόταν στην τηλεόραση και η μητέρα του, τι άλλο; Κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Ο Αλκίνοος την σήκωσε στα χέρια και η γυναίκα του πιάστηκε από το λαιμό του ανεβαίνοντας στη σκάλα. Ο πατέρας του νέου έκλεισε την τηλεόραση και πήγε στο δωμάτιό του. Το ζευγάρι έφτασε ως την πόρτα και μπήκε μέσα, η  Σοφιάννα με το ζόρι έφτασε στο μπάνιο. Το κινητό της, στο αθόρυβο, δονούσε στην τσάντα της. Ο Αλκίνοος δεν είχε αγγίξει ποτέ, ούτε είχε ελέγξει ποτέ το κινητό της. Πίστευε ότι η σχέση του ήταν εμπιστοσύνης, μα δεν άντεξε και άνοιξε το μήνυμα.

 

Ρένια : Πόσο χάρηκα που σε είδα, αδελφούλα μου! Σκέφτομαι πόσο ερωτευμένη είσαι με τον άντρα σου και πας με τον παλιόγερο! Μήπως ν’ αφήσεις πίσω ότι έχει γίνει; Σε παρακαλώ! Ο άνθρωπος σε λατρεύει! Πάρ’ τον να φύγετε!

 

Το τηλέφωνο έκαιγε τα χέρια του Αλκίνοου. Η Ρένια, αδελφή της Σοφιάννας! Μα δεν έχει οικογένεια στη ζωή. Δυο γονείς που χάθηκαν σε τροχαίο στην εθνική και μία θεία που δεν ζούσε πια. Πάτησε βιαστικά τα αρχεία του κινητού της. Φωτογραφίες, των γονιών της ευτυχισμένων και δυο κορίτσια… Αυτή και η Ρένια! Μα, ναι! Θεέ μου, τ’ αμάξι αυτό! Το αμάξι με το σήμα της εταιρείας! Ημερομηνία στη φωτογραφία, 10 Αυγούστου 2000. “Είκοσι τέσσερα χρόνια  πριν”, σκέφτηκε. Η Ρένια θα ήταν περίπου εφτά ετών τότε και η Σοφιάννα, εννιά. Δυο παιδιά ορφανά; Δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Δεν είπε λέξη και ξάπλωσε αναστατωμένος. Έκανε ότι τον πήρε ο ύπνος…

 

Την επόμενη μέρα έφυγε σαν τον κλέφτη και κλείστηκε στο γραφείο του. Έδωσε εντολή στην γραμματέα του οτι απουσιάζει και πως δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Μπήκε στη βάση δεδομένων του προσωπικού της εταιρείας. Έψαξε με τις ώρες τα αρχεία, στοιχεία, ονόματα, λεπτομέρειες. Γύρισε χρόνια πίσω, ώσπου βρήκε ένα κομμάτι του παζλ˙ ο πατέρας της Σοφιάννας εργαζόταν παλιότερα στην εταιρεία, το ίδιο κι η μητέρα της, στο τηλεφωνικό κέντρο. Δεν ήξερε τι του γινόταν. Γιατί δεν ειπώθηκε τίποτα ποτέ;

 

Βρήκε την προηγούμενη γραμματέα του πατέρα του, που είχε συνταξιοδοτηθεί. Δεν άργησε να φτάσει στο σπίτι της απροειδοποίητα. Η  γυναίκα τον υποδέχτηκε με συγκίνηση.

 

«Κυρία Φρόσω…».

 

«Ναι παιδί μου, ήμουν η γραμματέας του πατέρα σου επί είκοσι πέντε χρόνια κοντά… Είναι καλά;»

 

«Ναι, μια χαρά. Θα ήθελα να μου πείτε οτιδήποτε ξέρετε για το ζεύγος Φερενίδη, που εργαζόταν για την εταιρεία».

 

«Η γυναίκα, η Μαρίνα, εργαζόταν στο τηλεφωνικό κέντρο κι ο άντρας της, ο Τάκης, σοφέρ. Αγαπημένοι πολύ, είχαν και δυο μικρά κορίτσια. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς συνέβη, αλλά ο κύριος, δηλαδή ο πατέρας σου, έστειλε τον Τάκη να παραλάβει τη μητέρα σας από τ’ αεροδρόμιο. Δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά, άλλα θυμάμαι πως πήρε μαζί του και την Μαρίνα. Ήταν καλές φίλες με την κυρία Ουρανία, άλλες εποχές βλέπετε τότε. Δεν ήξερε όμως ο πατέρας σου ότι η κυρία Μαρίνα είχε πάει μαζί στ’ αεροδρόμιο. Στον γυρισμό το αυτοκίνητο τους ανατράπηκε και σκοτώθηκαν η Μαρίνα και ο Τάκης. Η κυρία Ουρανία σώθηκε από θαύμα, γιατί φορούσε τη ζώνη της».

 

Ο Αλκίνοος δεν άντεξε… Έφυγε τρέμοντας.

 

Στο σπίτι ήταν όλοι εκεί. Ανέβηκε στο δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα, κοιτώντας την Σοφιάννα κατάματα.

 

«Κάθισε κάτω σε παρακαλώ και ξεκίνα να μου λες την αλήθεια».

 

Η Σοφιάννα υπάκουσε, αφού το ίδιο πρωί είχε δει πως το μήνυμα της Ρένιας στο κινητό της ήταν ήδη διαβασμένο.

 

Άκουσε τη γυναίκα του από την αρχή μέχρι το τέλος. Το μυαλό του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Συγκράτησε λίγα απ’ όλα…, όσα άντεξε να εμπεδώσει.

 

“Σκηνοθέτησε το τροχαίο”, “ήταν έγκλημα”, “ήθελε να σκοτώσει τον πατέρα μου και τη μητέρα σου”, “είχε βάλει τη μητέρα μου στο μάτι…”, “τα γράμματα θα στα φέρει η Ρένια και θα στο επιβεβαιώσει”, “της ζητούσε να χωρίσει τον μπαμπά μου…”,  “η μητέρα μου τα επέστρεφε τα γράμματα, αλλά η Ρένια τα έκλεβε από το γραμματοκιβώτιο, από φόβο μην πέσουν στο μπαμπά”, “τα έκρυβε, με το παιδικό μυαλό της, μέσα σ’ ένα χριστουγεννιάτικο ζευγάρι κάλτσες”,  “μεγαλώσαμε με την αδερφή της μαμάς μας στην Κυψέλη, μέχρι τα δεκαοχτώ”, “όταν έπιασε δουλειά η Ρένια, έβαλε ντετέκτιβ να μάθει την αλήθεια”, “βρήκαμε τον μηχανικό της εταιρείας”, “μας παραδέχτηκε ότι με τα χρήματα ξεχρέωσε το δάνειο του, αλλά δεν φανταζόταν ότι συγκαλύπτει ένα έγκλημα, ώσπου άκουσε για το τροχαίο κι εξαφανίστηκε”, “Τώρα δεν ζει πια”.

 

Η Σοφιάννα συνέχισε, με σταθερή φωνή.

 

«Δεν ήταν βέβαια στο πρόγραμμα να σ’ ερωτευτώ. Ήθελα μόνο να εκδικηθώ, μα δεν πρόλαβα. Το σχέδιο μου ήταν να τον καταστρέψω, μα εσύ ήσουν το εμπόδιο! Δεν κατάφερα τελικά να το ολοκληρώσω…»

 

«Θα τον σκοτώσω! Θα τον σκοτώσω και θα καταστραφούμε όλοι, Σοφιάννα!»

 

«Δεν θα το κάνεις, γιατί είμαι έγκυος στο παιδί σου! Όχι… Μην το αμφισβητήσεις, μην τολμήσεις! Δεν κοιμήθηκα μαζί του. Δύο φορές το έκανα κι αυτό με σιχασιά, τον ξεγελούσα με μπούρδες. Θα φύγω από ‘δω, αλλά το παιδί σου μην το απαρνηθείς!»

 

Ο Αλκίνοος την κοίταξε στα μάτια.

 

«Σκότωσε τους γονείς σου! Θα σκότωνε  τη μητέρα μου! Δεν του αξίζει να ζει!»

 

«Πάμε να φύγουμε, για το καλό του δικού μας παιδιού! Δεν θέλω πια εκδίκηση!»

 

«Γιατί δεν μου είπες για την Ρένια;»

 

«Η Ρένια παλεύει να σταθεί στα πόδια της όλη της τη ζωή και ίσως ο πατέρας σου να το καταλάβαινε! Το επίθετο μου το άλλαξα όταν έκλεισα τα δεκαοχτώ! Ήταν κι αυτό κομμάτι, μέρος της εκδίκησης. Πήρα το επίθετο του θείου μου. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις».

 

Ο Αλκίνοος  κατέβηκε βιαστικός, με την Σοφιάννα να τρέχει πίσω του.

 

«Πάρε τηλέφωνο την Ρένια! Να έρθει εδώ τώρα!»

 

Στο σαλόνι επικρατούσε ηρεμία. Το τηλέφωνο στο “100”, να μεταβεί στο σπίτι του βιομήχανου στην Εκάλη, δίνοντας την διεύθυνση της έπαυλης, ήταν η τελευταία πράξη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Παρόντες όλοι, στιγμές που έμεναν ανεξίτηλες στη μνήμη τους.

 

«Διομήδη Σταύρου, συλλαμβάνεστε για την δολοφονία του ζεύγους Φερενίδη και για την απόπειρα ανθρωποκτονίας της Ουρανίας Βαλεντή».

 

Η κυρία Ουρανία, σοκαρισμένη μεταφέρθηκε στο δωμάτιό της, κάνοντας μέρες να βγει, με τη Σοφιάννα να είναι πάντα δίπλα της.

 

***

 

Ο μικρός Παναγιώτης καθόταν στην αγκαλιά της γιαγιάς του, δοκιμάζοντας σοκολάτες και σοκολατάκια.

«Γιαγιά, κατά την άποψή μου, αυτό πρέπει να το προτείνουμε και για τα παιδικά πάρτι! Νιώσε λίγο τη γεύση του!»

Η Σοφιάννα κρατούσε την κοιλιά της, και ο Αλκίνοος καμάρωνε τον γιο του. Ήταν σταθερός φρουρός, στο πλάι της γιαγιάς Ουρανίας.

Κάπου αλλού, ο κύριος Διομήδης έκλεινε τα μάτια του πριν χτυπήσει το κουδούνι για την συσκότιση της φυλακής.

Το παρόν διήγημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική.

 

Πηγή εικόνας

https://www.logotimis.com/post/%CE%B7-%CF%84%CE%B9%CE%BC%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82

Πριν Φύγετε