Τῆς Μαρίας Κορνάρου*
Ἡ ἀστικοποίηση στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἀπετέλεσε φαινόμενο ραγδαῖο καὶ ἐξελίχθηκε ἄνισα, ἕως καὶ ἀνεξέλεγκτα. Σήμερα, ὁ μισὸς σχεδὸν πληθυσμὸς τῆς χώρας ζεῖ στὴν πρωτεύουσα καὶ οἱ τάσεις –τῆς δημογραφίας, τῶν νέων ἀνθρώπων, τῆς Διοικήσεως– ἐπιτρέπουν τὴν πρόβλεψη ὅτι τὸ ποσοστὸ αὐτὸ θὰ βαίνει αὐξανόμενο. Ἡ ἀκάθεκτη πορεία ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν περιφέρεια στὸ κέντρο ἐξασφαλίζει ὅτι στὴν Ἀθήνα σήμερα βρίσκονται πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν φρέσκια τὴν ἀνάμνηση τῆς ὑπαίθρου. Τὸ ποσοστὸ αὐτῶν τῶν νέων μετοίκων πρὶν μόλις δυὸ-τρεῖς γενιὲς –στὴν “ἐποχὴ τῆς πολυκατοικίας”– ἦταν πολλαπλάσιο. Ὅμως καὶ ἀκόμη παλαιότερα, ἤδη μὲ τὴν ἵδρυση μίας πρωτεύουσας ἀπὸ ἕνα ἄσημο χωριό, οἱ κάτοικοι ποὺ ἀνέλαβαν νὰ τὴν γεμίσουν ἔπρεπε ἀναγκαστικὰ νὰ προέρχονται ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο. Θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ὕπαρξη ἐσωτερικῶν μεταναστῶν χαρακτηρίζει ἀνέκαθεν τὴν Ἀθήνα. Ἡ διατήρηση τῆς νοσταλγίας καὶ τῶν συνηθειῶν τῆς ὑπαίθρου ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικοὺς μετανάστες, ὁδήγησε τὸν λαογράφο Μ. Μερακλῆ νὰ γράφει, στὸ 1978, γιὰ τὴν “ἔντονα ἀγροτοποιημένη ἀστικὴ ζωὴ” τῆς Ἀθήνας.
Ἀνέκαθεν οἱ μετανάστες, εἴτε ἐσωτερικοὶ εἴτε ἐξωτερικοί, φροντίζουν νὰ κρατήσουν ὅσο γίνεται γνώριμη τὴν θωριὰ τοῦ κόσμου ποὺ τοὺς περιβάλλει, κατὰ τὸ μέτρο πάντοτε τοῦ δυνατοῦ. Στὶς ἀρχές, οἱ ἐσωτερικοὶ μετανάστες εἶχαν τὸ προνόμιο, τόσο ἀπὸ ἄποψη χώρου –οἱ γειτονιὲς ἀκόμη ἦταν ὑπὸ διαμόρφωση– ὅσο καὶ ἀπὸ ἄποψη τρόπου –οἱ μετακινήσεις ἀπὸ τὸν τόπο τους εἶχαν χαρακτῆρα συλλογικὸ– νὰ ἐγκαθίστανται ἀπὸ κοινοῦ στὸ ἀστικὸ τοπίο. Ἔτσι διαμορφώθηκαν γειτονιὲς ὅπως τὰ Πιθαράδικα, ὅπου ζοῦσαν νησιώτες ἀπὸ τὴν Κρήτη ἢ τὴν Σίφνο, καὶ τὰ Μανιάτικα τοῦ Πειραιᾶ. Σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς τοὺς πρωτοαφιχθέντες στὴν Ἀθήνα, ὅσοι ἔρχονται σήμερα διαλέγουν τὶς γειτονιές τους μὲ κριτήρια βιωσιμότητας, ὄχι συντροφικότητας. Στὴν καλὴ περίπτωση, διότι ἀλλιῶς τὰ κριτήρια εἶναι αὐστηρὰ οἰκονομικά. Ἡ ἔνταξή τους στὸ χωνευτῆρι τοῦ Λεκανοπεδίου εἶναι μία διαδικασία μοναχική. Ἡ τοπικὴ ἐγγύτητα καὶ ἡ ζωντανὴ ἀκόμη αἴσθηση μίας διακριτῆς ταυτότητας ἀπὸ αὐτὴ τοῦ “Ἀθηναίου” καταστοῦσε δυνατὴ τὴν διατήρηση τοπικῶν ἐθίμων, ὅπως τὰ θρησκευτικὰ πανηγύρια, καὶ μετὰ τὴν ἐγκατάσταση στὴν Ἀθήνα. Ἀπόηχος αὐτῆς τῆς αἴσθησης μίας ἰδιαίτερης ταυτότητας καὶ στὶς ἡμέρες μας εἶναι τὸ πλῆθος τοπικῶν συλλόγων σὲ περιοχὲς ὅπου οἱ ἀπόγονοι τῶν μετοίκων παραμένουν πολυπληθεῖς.
Ἀντίβαρο στὴν καταβύθιση στὸ ἀπρόσωπο –ἀφοῦ ἴδιο καὶ ἴδια ἀδιάφορο γιὰ ὅλους– τοπίο τῆς ὑπερ-μεγαλούπολης στέκεται γιὰ πολλοὺς ἡ σύνδεση μὲ τὸν τόπο καταγωγῆς, ποὺ συχνὰ παίρνει τὴν ἁπλὴ μορφὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ πιὸ συνηθισμένα καὶ ἀπαράλλαχτα πράγματα στὸν κόσμο: εἶναι κάποιο χωράφι. Καθὼς ἡ μαζικὴ ἀστικοποίησή μας μετρᾶ, ὅπως εἴπαμε, ὅλο κι ὅλο τρεῖς γενιές, τὰ λείψανα τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς ἐπιβιώνουν μέσα ἀπὸ τοὺς ἁρμοὺς τῆς κληρονομικῆς διαδοχῆς. Πολλοὶ εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι σήμερα πού, χωρὶς ποτὲ νὰ ἔχουν οἱ ἴδιοι ζήσει τὸ χωριό, ἔχουν βρεθεῖ μὲ ἕνα ἀμπέλι ἢ μιὰ ἀράδα ἐλιές. Πολλοὶ εἶναι μάλιστα ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ τὰ φροντίζουν, “δι’ ἀλληλογραφίας”, μὲ ἐπισκέψεις στὴν ὕπαιθρο τὸν καιρὸ τῆς σοδειᾶς.
Αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀκόμη πιὸ πρόσφατα ἀφιχθέντες στὴν Ἀθήνα συχνὰ ἔχουν ἕνα προνόμιο παραπάνω: δὲν ἔχουν μόνο χωράφια, ἀλλὰ ἔχουν καὶ οἰκογένειες ποὺ τὰ καλλιεργοῦν ἀκόμη. Ἡ φυγὴ τὸν καιρὸ τῆς συγκομιδῆς δὲν γίνεται γι’ αὐτοὺς μὲ τὸ μάγκωμα τῆς προσεγγίσεως στὸ ἄγνωστο. Δὲν εἰσέρχονται ἀπρόσκλητοι στὸν μικρόκοσμο τοῦ χωριοῦ τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὸς εἶναι βαθειὰ προσηλωμένος στὶς γεωργικὲς ἐργασίες. Ἀποτελοῦν ὄχι ἐπισκέπτες, ἀλλὰ ἐπιστρέφοντες: εἶναι αὐτοὶ ποὺ τοὺς περιμένουν, ποὺ τοὺς ἔχουν καλέσει. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τῆς ὑπαίθρου, ποὺ γιὰ τοὺς παλαιότερους Ἀθηναίους ἔχει συρρικνωθεῖ στὴν ἀνάμνηση ἑνὸς παπποῦ μὲ τὸ χωράφι ποὺ μᾶς ἄφησε, εἶναι ζωντανὸ γιὰ ὅσους ἔρχονται σήμερα στὴν πόλη. Καὶ αὐτὸ τοὺς καλεῖ σὲ συνεχεῖς ἐπιστροφὲς πρὸς τὸ χωριό, πρὸς τὸν τόπο τους, μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία –γιὰ τοὺς Πελοποννήσιους, τοὺς Εὐβοεῖς, τοὺς Κορινθίους, αὐτὴ ἡ εὐκαιρία εἶναι σχεδὸν ὅλα τὰ Σαββατοκύριακα.
Χάνοντας τὸν ἀνθρώπινο κύκλο στὸ χωριό, οἱ παλιότεροι Ἀθηναῖοι ἔχουν ἀποκτήσει ἕναν καινούριο, στὴν πόλη. Καὶ κάπως καταφέρνουν ν’ ἀποκτήσουν κι ἐκεῖνοι τὸ ζηλευτὸ προνόμιο τῶν νέων Ἀθηναίων: νὰ ἑνώσουν τὸν ἀνθρώπινο περίγυρο μὲ τὴν αὐθόρμητη ἐνασχόληση μὲ τὴν γῆ. Μὲ πρωτοβουλίες τῶν δήμων ἢ κατ’ απαίτηση τῶν ἀνθρώπων, ἐκτάσεις στὴν Ἀθήνα παραχωροῦνται σὲ πολῖτες γιὰ δημιουργία αὐτοσχέδιων λαχανόκηπων. Πυκνοὶ στὰ βόρεια προάστια, σὲ περιοχὲς ὅπως τὰ Βριλήσσια, τὸ Χαλάνδρι καὶ ἡ Πεύκη, ἀλλὰ μὲ παρουσία καὶ στὰ νότια, ὅπως στὸν Ἅγιο Δημήτριο, καὶ μέχρι πρόσφατα, πρὶν τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Lamda, στὸ Ἑλληνικό. Ὅσοι μένουν πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὶς παρυφὲς τῆς πόλεως, ὅπου καὶ βρίσκονται κατάλληλες ἐκτάσεις, καταφεύγουν στὶς ταράτσες τῶν πολυκατοικιῶν τους, ὅπου μιὰ σειρὰ πήλινων γλαστρῶν μεταφέρει λίγη γῆ πάνω στὸ ἄνυδρο τσιμέντο τῆς Ἀθήνας. Ἡ νοσταλγία τῆς ὑπαίθρου μεταφέρει τοὺς ἀστοὺς ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τῆς Ἀθήνας στὴν ἄλλη, ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἀττική, ὅπου μαζεύονται γιὰ ἀνταλλαγὴ συμβουλῶν, ὁδηγιῶν καλλιέργειας καὶ σπόρων. Τὸ αὐθόρμητο τῶν ἐν λόγῳ κινήσεων ἀποτελεῖ μία ἀκόμη ἔκφραση τοῦ κοινωνικοῦ ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντήρησης, σὲ ἕνα Κράτος ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς συνθῆκες διαβίωσης σὲ μία ἀχανῆ Ἀθήνα καὶ μία οἰκονομία ποὺ σπρώχνει ὁλοένα καὶ πιὸ ἐπίμονα, πιὸ ἐπιτακτικά, πρὸς τὸ Κέντρο…
Πηγή φωτογραφίας