Του Γεώργιου Κ. Τασούδη*
«Ενώ για τους βιολογικούς οργανισμούς
η αποσύνθεση ξεκινά μετά το θάνατο,
στην περίπτωση των ανθρώπινων πολιτισμών
προηγείται του θανάτου» (George Bernanos)
Ο Τέοντορ Αντόρνο στην ιστορική ομιλία του στο ραδιόφωνο της Έσσης το 1966, αναφέρει τα εξής: «…κάθε εποχή» λέει «παράγει τους χαρακτήρες –τύπους κατανομής της ψυχικής ενέργειες– που χρειάζεται κοινωνικά ».
Μια ενδιαφέρουσα αποτύπωση του τρόπου δημιουργίας και διάδοσης κοινωνικών χαρακτήρων, πραγματοποίησε λίγα χρόνια… νωρίτερα, ο Norbert Elias: «Το ότι ένα ορισμένο κοινωνικό στρώμα συνιστά … το κέντρο της διαδικασίας (σημ.: της κοινωνικής εξέλιξης), επομένως και το μοντέλο για τα άλλα, το ότι τα μοντέλα αυτά διαδίδονται σε άλλα στρώματα και υιοθετούνται από αυτά, προϋποθέτει μια ιδιαίτερη κατάσταση και μία ιδιαίτερη συγκρότηση της κοινωνίας στο σύνολό της, δυνάμει των οποίων ο ένας κύκλος αναλαμβάνει τη δημιουργία μοντέλων, ο άλλος τη διάδοση και την επεξεργασία τους ». Της διαπίστωσης προηγείται μια εξίσου ενδιαφέρουσα επεξήγηση: «Η διαδικασία μοιάζει κατά τη μορφή της (…) μ’ εκείνες τις χημικές διαδικασίες όπου σ’ ένα υγρό που τελεί συνολικά υπό συνθήκες μετάλλαξης, π.χ. κρυστάλλωσης, αρχίζει να μεταλλάσσεται πρώτα ένας μικρότερος πυρήνας λαμβάνοντας κρυσταλλική μορφή, ενώ το υπόλοιπο κρυσταλλώνεται βαθμιαία στη συνέχεια γύρω απ’ αυτό τον πυρήνα. Τίποτε δεν θα ήταν πιο εσφαλμένο από το να θεωρήσουμε ότι ο ίδιος ο πυρήνας της κρυστάλλωσης είναι η αιτία της μετάλλαξης ».
Επιπροσθέτως, παρατίθεται το παράδειγμα του επιφανειακού κύματος που παράγει π.χ. η ρίψη πέτρας σε νερόλακκο, βάσει του οποίου θα επιχειρηθεί η σύντομη χαρτογράφηση του τρόπου πραγμάτωσης των κοινωνικών αναμορφώσεων. Θεωρώντας ως επίκεντρο του κυματισμού την (εκάστοτε) κομματικο-πολιτική εξουσία ενώ ως κύματα διάχυσης, από το κέντρο περιφερειακά, τις πολιτικές πράξεις, τη διανόηση, τα Μ.Μ.Ε., τότε επακολούθως οφείλει να διευκρινιστεί α) τι είναι η πέτρα, β) τίνος είναι το χέρι ρίψης, γ) τι είναι αυτό που παρακινεί το χέρι να ενεργήσει τη ρίψη∙ ποια υπαγόρευση, ποια φιλοσοφία, ποια δέσμευση, ποιο συμφέρον κ.ο.κ.
Αν, λοιπόν, πέτρα είναι οι κατά Adorno κοινωνικοί χαρακτήρες, τότε χέρι είναι το μέσο μετάδοσης τους (forum, think tanks, Λέσχες κ.α.), το οποίο εκφράζει τη βουλή της εγκόσμιας αναμορφωτικής αρχής που το κινεί. Την εγκόσμια αναμορφωτική αρχή συναπαρτίζουν όλοι όσοι οραματίζονται/σχεδιάζουν/δίδουν προς εφαρμογή εκάστη κοινωνική αναμόρφωση ή άλλως οι οικουμενικές ελίτ της πολιτικής και της οικονομίας. Βασικό κίνητρο κοινωνικής αναμόρφωσης, ιδιαιτέρως στο Δυτικό νεωτερικό κόσμο του Διαφωτισμού στον οποίο εντάσσεται –δειλά μετα-επαναστατικά, τάχιστα μεταπολιτευτικά, ιλιγγιωδώς μνημονιακά– και η Ελλάδα, ήταν και παραμένει η θέληση για δύναμη, θεμελιώδεις εκφάνσεις της οποίας αποτελούν η φιλοδοξία, η επιρροή, το κέρδος και η θρησκειοποίηση των πολιτικο-οικονομικών μεθόδων.
Η άσκηση πολιτικής στη Δύση θεμελιώθηκε στην παραδοχή ή αποστροφή της θεολογίας των Αυγουστίνου και Ακινάτη. Από τη νομοκανονιστική, σπιριτουαλιστική θεολογία του απολύτου προορισμού του πρώτου και την αντικειμενοποίηση του Θεού του δεύτερου, αναδύθηκαν πολιτικές εφαρμογές (μεταβατικές της φεουδαρχίας ή κατά άλλες αναγνώσεις υφιστάμενες ακόμη και πριν από τον 16ο αιώνα) όπως του «Καπιταλισμού» ή του «Προτεσταντικού Νεοφιλελευθερισμού» που απόβλεπαν στον κατευνασμό/καλόπιασμα του Θεού αφενός, στη δημιουργία ενός διαρκώς υπερβατικού ανθρώπου αφετέρου. Από την άλλη, η αντίδραση στις προαναφερόμενες, πράγματι προβληματικές, θεολογίες ήταν κοσμική, εκφράστηκε από πλήθος φιλοσόφων/στοχαστών και αφορούσε στη δημιουργία και καθιέρωση ντεϊστικών ή απολύτως άθεων αντιλήψεων περί άσκησης πολιτικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης.
Όμως, αμφότερες οι νοοτροπίες, η καθεμιά με τον τρόπο της, συνέβαλαν –και τούτο, παρά τις διαφορές τους, αποτελεί το σημείο αντάμωσής τους– στην απώθηση του θρησκευτικού γεγονότος και κατ’ επέκταση του ίδιου του Θεού, από το δημόσιο στον αμιγώς ιδιωτικό χώρο και στην υποκατάστασή του από ιδεολογοποιημένες πολιτικές οι οποίες έλαβαν διάσταση μεταφυσική, είτε ως επί γης έκφραση των βουλών του Θεού είτε ως ανώτερη αρχή καθολικού χαρακτήρα. Η πολιτική, λοιπόν, ήρθε να καλύψει το κενό του απροσέγγιστου ή «ανύπαρκτου» Θεού, αλλά και της υπαρξιακής ανάγκης του ανθρώπου να αναφέρεται σε κάποια επέκεινα απολυτότητα, ανάγοντας εαυτόν σε μεταφυσική αρχή, σε απόλυτη αυθεντία.
Η άνοδος του υπόψη υπεροργανισμού δε θα σήμαινε τίποτα δίχως τη διαρκή μέριμνα καθιέρωσής του ως απόλυτου, με δύο βασικές μεθόδους. Πρώτον, δια του συγκεντρωτικού ελέγχου κάθε έκφανσης του βίου (οικονομία, παραγωγή, εκπαίδευση, πολιτισμός κ.ο.κ.) και της οικειοθελούς ή εκβιαστικής εκχώρησης των ελευθεριών του ατόμου στο Κράτος και από εκεί στην επιρροή των ελίτ, παράλληλα με την εμπότιση στη συνείδηση των μαζών, ότι οι δυνάμεις που διέπουν το είναι τους και καθορίζουν τη χωρο-χρονική τους ύπαρξη, είναι αυτές του βιολογισμού/οικονομισμού. Δεύτερον, δια της σχετικά όψιμης ομοιογενειοποίησης ή κάλλιο εξίσωσης των ιδεολογιών, τουλάχιστον σε επίπεδο κεντρικής άσκησης εξουσίας και το συνεκτικό ρόλο των διαφόρων διεθνών φόρουμ τόσο για τη χάραξη κοινής πολιτικής όσο και για τη διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων που θα μπορούσαν να αποβούν διασπαστικά της συνοχής των ελίτ. Η διατήρηση/επαύξηση της επιρροής και των παρεπόμενων ωφελημάτων, προϋποθέτει την ενότητα εξουσίας-πολιτικής και την καθήλωση των μαζών σε μια ενδιάμεση της ευημερίας και της ανέχειας κατάσταση, καθόσον η πρώτη εγείρει αξιώσεις ενώ η δεύτερη αντιδράσεις.
Ο κρατοκεντρισμός και η εξατομικευμένη πρόσδεση σ’ αυτό, μπορεί στις δυτικές κοινωνίες να αποσόβησε το διαμελισμό τους, κατέστησε όμως σταδιακά αδιανόητη –ή απλά αδύνατη– την εύρεση με τον πλησίον δίχως τη διαμεσολάβηση του ανεπίδεκτου αμφισβήτησης Κράτους. Από τη σύγκραση πολιτικο-κοινωνικής φιλοσοφίας και τρόπου κρατικής λειτουργίας, αναδύθηκε ο αγελαίος υποκειμενικός άνθρωπος, συγκαιρινή μετεξέλιξη του οποίου αποτελεί αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί «αυτο-νομιζόμενος εαυτός» , ήτοι ο εαυτός που απομακρυνόμενος από τις δύο θεμελιώδεις πηγές γνώσης και ολοκλήρωσης, τον Θεό και τον συνάνθρωπο, δομεί μια κατά το δοκούν θεοποιημένη εαυτοεικόνα, που δυστυχώς δε τη διέπει καμιά θεϊκή ιδιότητα και που μέσω αυτής –των προσωπικών πεποιθήσεων και οπτασιών– διυλίζει απαρεγκλίτως τα πάντα, με προσδοκίες κυρίως αυτο-ικανοποίησης.
Στον «αυτο-νομιζόμενο εαυτό» η προοπτική ανταμώματος Ακτίστου – κτιστού ως κοινωνία προσώπων, είναι ήδη εξοβελισμένη. Σταδιακά και η συναλληλία. Η ανέχεια, το αδιέξοδο, η αγωνία του άλλου∙ έπαψαν να αποτελούν αφορμή εκδήλωσης συν-ανθρωπιάς, αλλά χαρακτηριζόμενα ως κοινωνικά προβλήματα, άπτονται του αποκλειστικού χειρισμού των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Η κλειστού τύπου υπεράσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και δικαιωμάτων συλλογικοτήτων, κομματιάζει κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης που πλέον εκδηλώνεται αποσπασματικά και κατευθυνόμενα από τα κύματα του «life style», των influencers, των celebrities (ως ακολουθούντα των πρωταρχικών κυμάτων). Η καλή κοινωνική διαγωγή αντικαθιστά ή υποκαθιστά το θρησκεύειν, εξού και η εμφάνιση ενός φιλοκρατικού ακτιβισμού, όπου πολίτες/συλλογικότητες/κοινότητες –στην προσπάθεια ευαρέστησης του θεϊκού Κράτους, ουσιαστικά όμως αυτο-υπονομευόμενοι– αναλαμβάνουν την υπεράσπιση πολιτικών προταγμάτων, ακόμη και πλέον αντιδραστικών ή αντιλαϊκών. Η υποδαυλισμένη αβεβαιότητα και ο φόβος εξωθούν σε διαρκείς ανανεώσεις της απευθείας αναθέσεως της ζωής, στην πολιτική εξουσία και την επιστήμη. Κοινωνικο-πολιτισμικές συγκρούσεις, ασθένειες κ.α. νομιμοποιούν και εντείνουν την επιτήρηση και την περιστολή ελευθεριών. Η περίκλειστη ατομικότητα αναμετράται με την αδηφαγία της ανικανοποίητης φύσεώς της, αλλά μη βρίσκοντας πλησμονή, οδηγείται σε περαιτέρω εκχωρήσεις και ακρότητες. Κλιμακωτά όλα απενοχοποιούνται. H προάσπιση του ατομικού συμφέροντος ανάγεται σε αυτοσκοπό. Το άτομο δεν ενοχλείται εφόσον δεν απειλείται η ατομική ευδοκίμηση. Από την κοσμοθεωρία των κοινά παραδεδεγμένων αξιών περνάει στην εαυτοθεωρία, στο όραμα της σημερινότητας. Οι περισπασμοί δίδονται με γαλαντομία προκειμένου μαζί με το χρόνο να σκοτώνεται και η επαφή με τον εαυτό ή να καμουφλάρεται το υπαρξιακό κενό. Η πορνογραφία, εκμεταλλευόμενη τα γενετήσια ένστικτα, πρωτοστατεί στην καθιέρωση και απενοχοποίηση των πλέον αδιανόητων διαστροφών. Από τον υλικό/σωματικό προσφέρεται ασφαλέστερος ο νευροδιεγερτικός παν-ηδονισμός, μέσω της εικονικής πραγματικότητας (virtual reality). Η νέα ευδοκίμηση συντελείται σε ένα ελεγχόμενο και μεταβαλλόμενο e-περιβάλλον. Ο «αυτο-νομιζόμενος εαυτός», διυλίζει με ανατριχιαστική λεπτομέρεια τη ζωή του μέσω των ΜΚΔ , παρουσιάζοντας κατά το δοκούν την κατά τα άλλα αλλοτριωμένη ύπαρξή του. Η υποβαθμισμένη παιδεία και ο λειτουργικός αναλφαβητισμός περιορίζουν τη δυνατότητα (κριτικής) σκέψης. Οι σχέσεις περνάνε σε επίπεδο ανέπαφο, απρόσωπο, με μέσο επικοινωνίας το ποζάρισμα και τη χρήση συμβόλων. Η εκδήλωση συναισθημάτων δεν πηγάζει ως ψυχική έκρηξη, αλλά ως εγκεφαλική τυποποίηση και μέσω σχετικού emoji.
Ο νέο-αναδυόμενος άνθρωπος ίσως είναι αυτός που προφητικά περιέγραψε ο Φουκώ ως κάτι που θα είναι ούτε Θεός ούτε άνθρωπος. Ίσως ο «νεκροζώντανος» άνθρωπος. Ο οντικά φυτοζωών και οντολογικά νεκρωμένος. Ο αποκομμένος από την αναζήτηση του απολύτου επέκεινα, ο στερημένος κάθε απτής εμπειρίας, ο ακαλλιέργητος ημιμαθής, ο αχαλίνωτος δικαιωματιστής, ο παιδικοκράτης, ο ανελεύθερος και φοβικός, ο ψυχικά διαβρωμένος και βιολογικά καταρρακωμένος, ο απόμακρος από κάθε έννοια ηθικής, διάκρισης και συνειδησιακού αυτοελέγχου. Συνοπτικά, ο άνθρωπος «ζόμπι» , τον οποίο ο πολλά υποσχόμενος «Υπερανθρωπισμός» –ο ευαγγελιζόμενος την εξάλειψη των φυσικών ανισοτήτων– θα καθιστά ανθεκτικότερο και προσαρμοστικότερο στην εκμετάλλευση, ενώ τους εκμεταλλευτές ακμαιότερους και ευρηματικότερους. Και ο οποίος είναι αμφίβολο αν θα μπορεί μέσα στην κόλασή του, όπως λέει ο Bauman στο «Ρευστοί καιροί», να αναγνωρίσει ποιος και τι δεν είναι κόλαση ή αν η απόλυτη εξουσία του μεταφυσικού Κράτους, στην οποία πρόσδεσε τη ζωή του, εκχωρηθεί πλήρως στις μεταφυσικές ελίτ κι απ’ αυτές στην καθ’ εαυτού μισάνθρωπη μεταφυσική δύναμη, για την οποία, Προφήτες και Πατέρες της Εκκλησίας, μας προειδοποιούν χιλιάδες χρόνια τώρα.
Συνοψίζοντας. Ο εκφυλισμένος ηθικά άνθρωπος δημιουργεί εκφυλισμένες κοινωνίες και οι εκφυλισμένες κοινωνίες εκφυλίζουν περαιτέρω το ανθρώπινο όλον. Η υπόψη φαυλότητα δημιουργείται και εντείνεται όταν η κοινωνική θέσμιση ιστορείται όχι από το λαό μέσω των σιωπηρά συμπεφωνημένων, ως κοινωνικό φαινόμενο κι ως συν-αντίληψη περί του συλλογικού ευτυχείν, αλλά μονοπωλιακά από το μεταφυσικό κράτος, τη γραφειοκρατία, την κρατικοδίαιτη διανόηση, τη διαπλοκή ελίτ-πολιτικής. Όταν οι κοινωνίες από αγάπης εκπέσουν σε συμφέροντος∙ σαν ο λαός αποκοπεί από κάθε τι που τον καθιστά υπερήφανο και τονώνει τον αντιστασιακό του χαρακτήρα∙ με τον άνθρωπο αποστασιοποιημένο από την αδιάσταση σύνδεση με τον Θεό και τις άκτιστες ενέργειές Του, αλλά και το Είναι του –προσωπικό και συλλογικό– και προσδεμένο στη διαστατή, ήτοι αντικειμενοποιημένη, χρηστική, οπορτουνιστική βιοποριστική στάση, την έτι περαιτέρω απομάκρυνσή του από διαχρονικές και θεμελιώδεις νοηματοδοτήσεις του (κοινού) βίου ως ξεθωριασμένου συναισθηματισμού και εντέλει, την ολοσχερή απώθησή τους στη λήθη ως ενοχλητική αναθυμίαση. Κοντολογίς, η θέσμιση της κοινωνίας, ως πεδίο άσκησης επιρροής και απρόσκοπτης κάρπωσης ιδιοτελών ωφελημάτων, ως αντιλαϊκή και εκμεταλλευτική, καθίσταται δυνατή μόνο ως α-ταυτοτική δηλαδή εξιστορημένη με αφηγήματα άνευρα, άρριζα, πολτοποιητικά.
Τα προαναφερόμενα ήταν από ξένα έως αδιανόητα για τον ελληνικό τρόπο ύπαρξης, ακόμη και κατά τη διάρκεια των 400 ή αλλού 500 χρόνων τουρκικής τυραννίας. Με τη δολοφονία Καποδίστρια, τη βαυαροκρατία, την κατά Κοντογιώργη ακολουθούσα εκλόγιμη μοναρχία, την ολιγωρία Βενιζέλου να καταστήσει τη Βουλή Συντακτική ώστε να εξαλείψει πολιτικές παθογένειες, την πρόσδεση στο άρμα της δυτικής κοσμοαντίληψης με όρους μειονεξίας και παρακμής, τη σημερινή αιρετή πρωθυπουργοκεντρική απολυταρχία, η χώρα απώλεσε την ευκαιρία να καταστεί σύγχρονη μεν ελληνοκεντρική δε. Συν τοις άλλοις και σε συνάρτηση με τα προαναφερόμενα, από την απελευθέρωση κι εντεύθεν, η ελληνική ιδιοσυστασία υπέστη βαθύτατες αλλοιώσεις. Πρώτον, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη συρρίκνωση του Μείζονος Ελληνισμού, την κατοχή της μισής Κύπρου, την ταύτιση εθνικών και κρατικών συνόρων (χωροταξικά και νοοτροπικά), ευνουχίστηκε ένα από τα μεγαλύτερά της προνόμια∙ η οικουμενικότητα της «οπτικής» της. Δεύτερον, μεταπολιτευτικά, με το δεύτερο κύμα αλλοτρίωσης, όπου εθίστηκε στον οικονομισμό, την αναξιοκρατία, κόντυνε σε θέματα παιδείας και γλώσσας, ενώ θεμελιώθηκαν οι προϋποθέσεις που την κατέστησαν αποικία μισθού και χρεών. Συνακόλουθα, με τη μνημονιακή πολιτική, αλλά και την τρέχουσα συγκυρία του κορωναϊού, η προσπάθεια ολοκλήρωσης του μεταπρατικού εκσυγχρονισμού λαμβάνει διαστάσεις ωμότητας, με τα θέματα της πίστεως να βρίσκονται στο μάτι του αλλοτριωτικού κυκλώνα . Η «νέα πατριδογνωσία» οραματίζεται έναν ελληνισμό επαρχιώτικο, μειοψηφικό και αντικαταστάσιμο (βλ. δημογραφικό, λαθρομετανάστευση), πλήρως αποδομημένο σε ό,τι τον καθιστά μοναδικό και περήφανο, αντιπαραδοσιακό, ηττοπαθή βαπτίζοντας ως μεγάλα επιτεύγματα το μνημονιακό ξεπούλημα ή την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας με κατάπτυστες συμφωνίες τύπου Πρεσπών και το σημαντικότερο… με τη δημιουργία ενός ανθρώπινου μοντέλου δέσμιου του Κράτους και των φοβιών, βάσει του ανερχόμενου προτύπου όπως εξετάσθηκε νωρίτερα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα συζητήθηκαν παραπάνω και εφόσον η κριτική τους ψηλάφηση τα αντιλαμβάνεται ως χρήζοντα αντιλόγου, οφείλουν –ήδη όφειλαν– να τεθούν ερωτήματα του τύπου: «Ποια είναι στ’ αλήθεια η ιδιαιτερότητά μας; ». Ενδιαφέρει η επαναπρόσληψή της; Η δημιουργική αντιπαράθεσή της με τις οικουμενικές αντιπροτάσεις; Ή ώσμωση του οικείου με το άξιο λόγου αλλότριο; Αν ναι, πώς; Και η απόκριση δύναται να αρθρωθεί λαμβάνοντα υπόψη α) πως καμιά νατουραλιστική υπεροχή, καμιά κανονικότητα της φύσης δεν επιβάλλει ή νομιμοποιεί την ανωτερότητα του ενός τρόπου έναντι του άλλου, β) τον αντιδιαστελλόμενο χαρακτήρα μεταξύ ακλόνητων φυσικών αληθειών και διαβλητών κανονιστικών ανθρώπινων επιταγών και γ) την καίρια διαπίστωση του Άρη Ζεπάτου: «Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα. Στη γη κανένας δεν αγάπησε τον άνθρωπο. Κανένας κοσμικός ηγεμόνας και κανένας σοφός. Γιατί οι μεν πρώτοι ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν τον άνθρωπο σαν πρώτη ύλη για τις φιλοδοξίες τους και οι δεύτεροι ανέκαθεν τον κοίταζαν πάνω από την έδρα της αυθεντίας τους. Μόνο οι άγιοι του Θεού αγάπησαν τον άνθρωπο κι ευτύχησαν να γίνουν ζωντανές πηγές Αγάπης ».
Η αγιοσύνη, η χριστιανική κοινωνιολογία, ο μεταμορφωτικός ορθόδοξος τρόπος ύπαρξης όπως αντάμωσαν με τον ελληνικό, αποτελούν τον εν αγάπη αντίλογο στη λογικοποίηση της διαφθοράς, στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στη διαρκώς αυτοαναιρούμενη μετα-νεωτερική κοινωνία. Η Βιβλική και Πατερική θεολογία περί ελευθερίας του προσώπου –σήμερα όσο ποτέ άλλοτε– έχει υπέροχα πράγματα να προσφέρει στον βαλλόμενο, εξαπατημένο, δοκιμαζόμενο άνθρωπο, αλλά και η υπόμνηση πως «ο άνθρωπος φέρει την ηθική ευθύνη για εκείνους τους κανόνες και τους κανονιστικούς νόμους που είναι διατεθειμένος να ανεχθεί από τη στιγμή που ανακαλύπτει ότι μπορεί να κάμει κάτι για να τους αλλάξει ».
Τέλος και δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».
Φωτογραφία: Αριστείδης Ρούνης
*Ο Γεώργιος Κ. Τασούδης είναι ποιητής