Αρχική » Συνέντευξη της Νέλλης Σπαθάρη – Μόνο Καλοκαίρια

Συνέντευξη της Νέλλης Σπαθάρη – Μόνο Καλοκαίρια

0 comment 557 views

Η κα Νέλλη Σπαθάρη, συγγραφέας – διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων – Πτυχιούχος Ελληνικής και Γαλλικής Φιλολογίας – Μεταδιδάκτορας Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας, μας παραχωρεί συνέντευξη στο https://greekhumans.com/.

Διαβάστε παρακάτω, αναλυτικά τη συνέντευξη, που είχαμε μαζί της, για θέματα σχετικά με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων, καθώς και το μυθιστόρημα της «Μόνο Καλοκαίρια»

Αγαπητή Νέλλη, καλωσόρισες στο διαδικτυακό χώρο του https://greekhumans.com/!

Προσωπικά ενδιαφέροντα – Ελεύθερος Χρόνος

Δράττομαι της ευκαιρίας να ξεκινήσουμε αυτή την συνομιλία μας με προσωπική ερώτηση, προτού περάσουμε στην επαγγελματική ενασχόληση σου. Ποια είναι τα χόμπι σου γενικότερα; Με τι επιλέγεις να ασχοληθείς στον ελεύθερο σου χρόνο, εκτός από τη συγγραφή, και γιατί; Ποια τα ενδιαφέροντα σου γενικότερα;

Η πιο μεγάλη μου αγάπη είναι το πιάνο. Η γιαγιά μου ήταν σοπράνο σπουδαγμένη στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου και έχουμε ένα πιάνο Steinway & Sons, νεοϋορκέζικο, από τα καλύτερα πιάνα στον κόσμο. Έχω ορκιστεί πως αν κλείσω το καπάκι του πιάνου, τότε θα είναι σαν να κλείνω τον κύκλο της ζωής μου. Ευτύχισα να έχω μια υπέροχη καθηγήτρια, την Αλίκη Βατικιώτη, που με έμαθε να αγαπάω τη μουσική. Γονατίζω και φιλώ το χώμα που την σκεπάζει. Θα της είμαι ευγνώμων σε όλη μου τη ζωή.

Επίσης, μεγάλη μου αγάπη είναι το σκάκι. Συνήθιζα να παίζω κάθε μεσημέρι του καλοκαιριού στον κήπο μας στην Ύδρα με το πατέρα μου από δύο παρτίδες σκάκι. Το συνέχισα με τα παιδιά μου και τώρα με τα εγγόνια μου. Μάλιστα, έχω γράψει ένα νεανικό διήγημα «Μια καλοκαιρινή παρτίδα σκάκι κι άλλη μια» που εξελίσσεται στην Ύδρα ανάμεσα σε δύο φίλους του καλοκαιριού. Η παρτίδα σκάκι, ενορχηστρωμένη από τον παππού, εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι αυτογνωσίας.

Τέλος, άλλη μεγάλη μου αγάπη είναι το μπριτζ, ένα παιχνίδι στρατηγικής με χαρτιά το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την τύχη ή τα χρήματα. Καθαρά εγκεφαλικό παιχνίδι, παίζεται σε λέσχες ή σε μεγάλα εκδρομικά τουρνουά, όπου περνάς περί τις τέσσερις ώρες αμίλητος σκεπτόμενος τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσεις. Το ζευγάρι των νικητών (γιατί παίζεται δύο εναντίον δύο-άμυνα εναντίον επίθεσης) απλά ανεβαίνει στην κατάταξη, ενίοτε κερδίζει κι ένα μπουκάλι κρασί.

Εν ολίγοις μου αρέσει ό,τι εμπλέκει το μυαλό μου και τη σκέψη μου.

Αποδράσεις

Καθώς το καλοκαίρι καταφθάνει, ποιο είναι το αγαπημένο σου μέρος διακοπών; Προτιμάς το βουνό ή το νησί; Συνδυάζεις αυτό το μέρος και με τη συγγραφή και γιατί;

Αδιαμφισβήτητα, η μεγάλη μου αγάπη -η μεγάλη μου ερωμένη, όπως γράφω στη νουβέλα μου «Στην Ύδρα αέναα θα επιστρέφεις» (εκδόσεις Ελκυστής)- είναι η Ύδρα. Έχω γυρίσει σχεδόν όλα τα νησιά της Ελλάδας, με προτίμηση την άγονη γραμμή, αλλά πάντα επέστρεφα στο νησί του παππού μου. Εκεί όπου η ομορφιά δένει με τις μνήμες.

Δεν γράφω μόνο στο νησί. Αλλά γράφω και για το νησί. Η νουβέλα που προανέφερα, βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών, δεν είναι η μόνη που αναφέρεται στην Ύδρα. Στο νησί μου αναφέρεται και η βραβευμένη από τον Όμιλο για την UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών νουβέλα μου «Στάκα καρδιά μου-Η Ύδρα του άλλοτε» (εκδόσεις Ελκυστής), η οποία βασίζεται σε μια λαογραφική καταγραφή που είχα κάνει στο νησί τη δεκαετία του ’70.

Αλλά και τα δύο μυθιστορήματά μου «Amor fati» και «Μόνο καλοκαίρια» έχουν αναφορές στην Ύδρα. Το πρώτο εξελίσσεται στη δεκαετία του ’70 και μάλιστα η λύση της πλοκής γίνεται στην παραλία του Βλυχού, ενώ το δεύτερο έχει αναφορές στην Ύδρα του Μεσοπολέμου.

Το πιο αγαπημένο μου μέρος για να γράφω είναι στον κήπο τη νύχτα, δίπλα στο πηγάδι, κάτω από τις λεμονίτσες, ενώ συγχρόνως ακούω τους ήχους του νησιού: τα κουδούνια από τα πρόβατα που οδηγούνται το βράδυ στο μαντρί, τους χτύπους της καμπάνας του Μοναστηριού που βρίσκεται στο λιμάνι να χτυπάει τις ώρες, το χλιμίντρισμα των μουλαριών, τους γρύλους το βράδυ που διαδέχονται τα τζιτζίκια… Είναι ο δημιουργικός μου παράδεισος.

Κι όταν πιάσουν τα πρωτοβρόχια τον Σεπτέμβρη, μου αρέσει να κάθομαι να γράφω μπροστά στο παράθυρο της αυλής και να βλέπω τη βροχή να πέφτει πάνω στη γλυσίνα και να χτυπάει τις κοκκινωπές πέτρες του πλακόστρωτου της αυλής.

Συγγραφή έργων

Από τη στιγμή που είσαι πολυγραφότατη, να σε ρωτήσουμε τι είδους βιβλία διαβάζεις; Ποιες οι κυριότερες πηγές έμπνευσης σου;

Αν και έχω ιδιαίτερες προτιμήσεις, ποτέ μην πεις ποτέ για κανένα είδος λογοτεχνίας. Προτιμώ την αγγλοσαξονική λογοτεχνία με κοινωνικο-ψυχολογικό υπόβαθρο. Ενδεικτικά, έχω διαβάσει όλο τον Φιλίπ Ροθ, τον Πολ Όστερ και τον Ίαν ΜακΓιούαν, τον Τζόναθαν Κόου και τον Τζούλιαν Μπαρνς, αλλά και τον Τζον Φόουλς και τον Καζούο Ισιγκούρο, έτσι όπως κεντάει με κάθε λεπτομέρεια τα κείμενά του. Και ο Ναμπόκοφ αγαπημένος μου, και όχι μόνο για τη Λολίτα. Και η Άλι Σμιθ για το ιδιόμορφο γράψιμό της. Αλλά, όταν διάβασα το δυστοπικό «Άννα» του Ιταλού Niccolo Ammaniti, σκέφτηκα ότι κάθε έφηβος θα έπρεπε να το διαβάσει, θα έπρεπε να έχει μια θέση στα σχολεία, όπως άλλωστε και ο «Άρχοντας των μυγών», το βραβευμένο με βραβείο Νόμπελ μυθιστόρημα του Ουίλιαμ Γκόλντιγκ. Να πω ότι δεν ενδιαφέρομαι για τα αστυνομικά; Μα τότε γιατί περίμενα ανυπόμονα να βγει το κάθε καινούργιο βιβλίο του Καμιλλέρι; Πάνω από είκοσι βιβλία του έχω διαβάσει. Εκτός τούτου, τυχαία διάβασα το πρώτο βιβλίο της σειράς των Nicci French «Blue Monday» (ήμουν καλοκαίρι στην Ύδρα και είχα ξεμείνει από βιβλία-είχα διαβάσει όλα όσα είχα πάρει μαζί μου για το καλοκαίρι), μου το σύστησε ο βιβλιοπώλης, είπα να δοκιμάσω το είδος και μανιωδώς διάβασα όλη τη σειρά. Χιλιάδες σελίδες μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ένας δολοφόνος και μια ψυχαναλύτρια που αλληλοπαρακολουθούνται και αλληλοψυχαναλύονται. Ψυχαναλύθηκα και η ίδια. Οπότε η πρότερη άποψή μου ότι δεν με ενδιαφέρει η αστυνομική λογοτεχνία κατέρρευσε παταγωδώς….

Όσο για τις πηγές έμπνευσής μου είναι οι σκέψεις που με κατατρύχουν. Ωστόσο, είμαι της άποψης ότι συγγραφέας δεν είναι αυτός που έχει απλά να διηγηθεί μια καλή ιστορία. Συγγραφέας είναι εκείνος που συνδιαλέγεται με τη λογοτεχνία, που εντρυφεί στη λογοτεχνία. Συνεπώς, αφενός μπορεί οι πηγές έμπνευσής μου να είναι οι σκέψεις μου σε μια εποχή ωριμότητας, αλλά η έκφραση αυτών των σκέψεων μέσω του «δυτικού κανόνα», όπως τον αποκάλεσε ο Χάρολντ Μπλουμ, η συνομιλία με τη λογοτεχνία είναι εκείνη που μου δίνει τα εργαλεία της έκφρασης. Συνεπώς, λογοτεχνική συγγραφή χωρίς καταβύθιση στον κόσμο της λογοτεχνίας δεν γίνεται.

Έτσι, η επόμενη ερώτηση θα είναι αναμενόμενη και αφορά στα λογοτεχνικά έργα, τα οποία σου αρέσει να γράφεις. Είναι ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα και γιατί;

Έχω γράψει τόσο διηγήματα, όσο και νουβέλες και μυθιστορήματα (καθώς και επιστημονικά και εκπαιδευτικά βιβλία). Η κάθε κατηγορία υπηρετεί κι ένα διαφορετικό λόγο που την επιλέγω.

Ενδεικτικά, το διήγημα, η μικρή φόρμα, απαιτεί να εκφράσεις την ιδέα σου με μετρημένες τις λέξεις σου, δεν πλατειάζεις, εστιάζεις στο θέμα και την έκβασή του και μόνο σε αυτό. Έτσι, τους προβληματισμούς μου για τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία επέλεξα να τους εκφράσω μέσω δεκαοκτώ διηγημάτων μου στο βιβλίο μου «Γυναίκα σημαίνει πόνος» (εκδόσεις Ελκυστής). Στο καθένα από αυτά έχω επιλέξει διαφορετική αφηγηματική τεχνική, η οποία να ανταποκρίνεται στο εκάστοτε θέμα και στο πώς θέλω να το αναδείξω. Άλλα είναι ρεαλιστικά, αλλά παραληρηματικά, άλλα φαντασιακά, ένα ιδιαίτερα σκληρό ρεαλιστικό. Η εκάστοτε αφηγηματική τεχνική υπηρετεί τη μικρή φόρμα και την εστίαση στο θέμα.

Οι νουβέλες μου, πάλι, τις οποίες σας προανέφερα, έχουν να διαχειριστούν με διαφορετικό τρόπο μια σχετικά σύντομη φόρμα, της οποίας το αφηγηματικό χαρακτηριστικό είναι ότι, αν και σε τριτοπρόσωπη γραφή, παρακολουθούμε την πορεία της αφήγησης των γεγονότων και των σκέψεων μέσω της οπτικής ενός προσώπου, του ήρωα, ο οποίος έμμεσα μας αφηγείται και μας προβάλλει τις σκέψεις του πάνω στα γεγονότα που συμβαίνουν.

Από την άλλη, τα δύο μυθιστορήματά μου είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από τις προηγούμενες φόρμες. Εκεί απολαμβάνω να κάνω έρευνα, γιατί πίσω από την πλοκή η οποία εξελίσσεται σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει το κοινωνικό, πολιτιστικό, οικονομικό υπόβαθρο της εποχής που εξελίσσονται τα γεγονότα. Το μυθιστόρημά μου «Amor fati» (εκδόσεις Ελκυστής), το οποίο εστιάζει στη σύγκρουση μάνας και κόρης και αναζητεί την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, εξελίσσεται στη δεκαετία του ’70 με την κόρη να ζει έντονα τη δεκαετία αυτή. Ενώ, το «Μόνο καλοκαίρια» (εκδόσεις Ελκυστής) εξελίσσεται στη διάρκεια του Μεσοπολέμου όταν στην Ευρώπη απλώνεται η επονομαζόμενη Μεγάλη Ύφεση που θα οδηγήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενόσω οι κάτοικοί της αμέριμνοι γιορτάζουν το τέλος του Α’  Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι φανερό ότι πέρα από την πλοκή και τη δράση των ηρώων, στο δεύτερο αυτό μυθιστόρημα έπρεπε να στήσω όλο το σκηνικό του Μεσοπολέμου. Και η έρευνά μου με έμαθε πολλά. Αντίθετα, στο πρώτο, που εξελίσσεται στην εποχή του ’70, πρόκειται για τη γενιά μου, πολλά από τα γεγονότα του υπόβαθρου της αφήγησης τα έχω ζήσει η ίδια και αυτό μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση κατά τη συγγραφή.

Τέλος, το βιβλίο μου «Το Νησί και ο Πέρα Κόσμος» είναι ένα αφήγημα -καταχρηστικά αποκαλείται νουβέλα λόγω έκτασης- διαφορετικό. Πρόκειται για μια δυστοπία σε έναν υποθετικό κόσμο. Πάντα ήθελα να γράψω μιας τέτοιας μορφής αφήγημα -και σίγουρα θα ακολουθήσει και δεύτερο- γιατί αποτελεί τροφή για σκέψη.

Συγγραφή Μυθιστορήματος

Με μεγάλη χαρά παρατηρήσαμε την έκδοση του μυθιστορήματος σου, με τίτλο «Μόνο Καλοκαίρια», το οποίο προτείνουμε εδώ

https://greekhumans.com/mono-kalokairia-nellh-spatharh/

Θα θέλαμε να μας αποκαλύψεις την αφορμή για τη συγγραφή του. Ποιοι οι στόχοι σου για αυτό το έργο;

Ενώ σε όλη μου την επαγγελματική πορεία ασχολήθηκα με την επιστημονική, πανεπιστημιακή και εκπαιδευτική συγγραφή και πέρασα ατελείωτες ώρες σε αρχεία και βιβλιοθήκες, κάποια στιγμή αποφάσισα να κλείσω τον δρόμο αυτό και να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Επρόκειτο για μια περίοδο ωριμότητας, όταν οι σκέψεις για τις ανθρώπινες σχέσεις και για την πορεία της ανθρωπότητας σε κατατρύχουν.

Έτσι, λοιπόν, καθώς βιώσαμε ως κοινωνία μια παρατεταμένη οικονομική κρίση, αναρωτήθηκα τι έζησαν οι προηγούμενες γενιές. Υπήρχαν γενιές όπου έβρεχε ροδοπέταλα και ήταν όλα ιδανικά ή είναι αναπόφευτκο κάθε γενιά να ανεβαίνει τον δικό της Γολγοθά; Και αναλογίστηκα: ο πατέρας μου έζησε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, πολέμησε νέο παιδί στα βουνά της Αλβανίας, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, πολέμησε στο Ελ Αλαμέιν, ανέβηκε όλη την Ιταλία πολεμώντας μέχρι το Ρίμινι. Γνωστό. Ο παππούς μου; Κι εκεί άρχισαν οι σκέψεις να με κατατρύχουν. Και ανακάλυψα την πολύ ενδιαφέρουσα περίοδο του Μεσοπολέμου.

Πρέπει να διευκρινίσω ότι στις μεταδιδακτορικές σπουδές μου στο Παρίσι, τις οποίες στήριξα μέσω μιας Υποτροφίας που διεκδίκησα, φοίτησα στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στους κλάδους της Κοινωνικής και Οικονομικής Ιστορίας, καθώς και της Κοινωνικής Ιστορίας. Και η εν λόγω Σχολή έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη ιστορική Σχολή, ήδη από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, την αποκαλούμενη Σχολή των Annales (η πλήρης ονομασία Annales d’ Histoire Economique et Sociale: Annales σημαίνει Χρονικά, από το επιστημονικό περιοδικό το οποίο εκδίδουν) Η Ιστορική λοιπόν αυτή Σχολή εστιάζει στη μικροϊστορία. Συνοπτικά, για να γραφεί η «μεγάλη Ιστορία», δηλαδή η Ιστορία των γεγονότων, η συμβαντολογική, όπως την αποκαλούμε, Ιστορία, πρέπει να μελετηθούν τα γεγονότα της ζωής του κάθε ανθρώπου που συνέβαλε στην Ιστορία. Και ιδιαίτερος τομέας είναι οι αφηγήσεις βιωμάτων.

Αυτές τις αφηγήσεις βιωμάτων θέλησα να αναζητήσω από τις οικογενειακές ιστορίες. Και ο παππούς μου, από μεγάλη Κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια, έζησε τον Μεσοπόλεμο στο πετσί του, με όλες τις χαρές στην αρχή και όλη την καταστροφική του μανία στο τέλος. Αυτή υπήρξε και η πηγή της έμπνευσής μου, φυσικά με όλη τη λογοτεχνική ελευθερία. Μια γυναίκα, η Σόνια, με συντροφιά τη φωτογραφική της μηχανή, παρακολουθεί τη ζωή και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία του Μεσοπολέμου μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας. Θα περάσει από τις ακρογιαλιές της Νορμανδίας με τις απελευθερωμένες Γαλλίδες, ως το κέντρο της Αθήνας με τις προσφυγοπούλες, ακόμα και τη Μπούγια στον Γαλατά, απέναντι από τον Πόρο, όπου προσπαθούν να επιβιώσουν οι ιερόδουλες που εξυπηρετούν τον Ναύσταθμο του νησιού.

Τέλος, για να απαντήσω στο τελευταίο υπο-ερώτημα, για μένα η λογοτεχνία δεν βάζει στόχους, δεν στέλνει μηνύματα, δεν διδάσκει, δεν υπαγορεύει στάσεις ζωής, αλλά αντίθετα θέτει ερωτήματα, τα οποία πυροδοτούν τον προβληματισμό του αναγνώστη.

Καταλήγοντας

Κλείνοντας θα θέλαμε να μας πεις τι προσμένεις στο άμεσο μέλλον; Τι οραματίζεσαι για το συγγραφικό σου έργο; Ποιο το όνειρο σου; Ποιο μήνυμα θα ήθελες να αποστείλεις στους αναγνώστες μας;

Η συγγραφή, για μένα δεν είναι ένας μονόδρομος που οδηγεί από την αρχή προς το τέλος. Είμαι χαοτική και αυτή η αίσθηση είναι για μένα πολύ δημιουργική. Δεκάδες τίτλοι υπάρχουν σημειωμένοι στα μπλοκάκια μου, τίτλοι που έχουν προκύψει από κάποια ιδέα της στιγμής, κάποιο περιστατικό, κάποια ανάγνωση. Τίτλοι που, αν οδηγήσουν σε κάποια αφήγηση, σίγουρο είναι ότι δεν θα μείνουν οι ίδιοι.

Σε κάθε περίπτωση λειτουργώ παράλληλα σε πολλά επίπεδα. Αυτή τη στιγμή συνεργάζομαι με μια εξαιρετική εικονογράφο πάνω σε ένα παιδικό παραμύθι μου που προάγει την αξία της απόκτησης εμπειριών στη ζωή. Παράλληλα, συζητάμε με έναν βραβευμένο κινηματογραφιστή για μια ταινία μικρού μήκους βασισμένη σε ένα εφηβικό μου διήγημα που διερευνά την ψυχολογία του bullying (σχολικού εκφοβισμού). Τέλος, έχει ήδη προχωρήσει ικανοποιητικά ένα νέο μου μυθιστόρημα που αναφέρεται μεν στο παρόν, αλλά εδράζει στην Κατοχή, στο νησί μου την Ύδρα. Η έμπνευση προήλθε από αφηγήσεις που είχα ακούσει στην παιδική μου ηλικία από μια κοσμοκαλόγρια που ήταν η οικονόμος του σπιτιού μας στο νησί, η οποία είχε κρύψει στο μοναστήρι που μόναζε ένα Άγγλο που είχε πέσει με αλεξίπτωτο στην Ύδρα για να στήσει ένα παρατηρητήριο που θα κατασκόπευε τα γερμανικά καράβια που περνούσαν από το νησί με κατεύθυνση την Κρήτη. Συνέβησαν τραγικά περιστατικά και διερευνώ- μέσα από όλη τη λογοτεχνική ελευθερία- ποιες θα μπορούσαν να είναι οι απρόσμενες επιπτώσεις σε κάποιους ανέμελους νέους της εποχής μας.

Ευχαριστούμε θερμά για την άμεση ανταπόκριση σας!

Για το GreekHumans Αριστείδης Ρούνης, ιδρυτής και αρχισυντάκτης

Πριν Φύγετε