Της Βασιλικής Πολυζώνη*
Το 1913 ζούσαν στον Πόντο 697.000 Πόντιοι. Από αυτούς θανατώθηκαν περισσότεροι από 353.000, μέχρι το 1923 από Νεότουρκους και οπαδούς του Κεμάλ. Το θάνατο τον βρήκαν, είτε σε εξορίσεις και φυλακίσεις είτε στα Τάγματα Εργασίας, «Amele Taburu», είτε στα ίδια τους τα χωριά και τις πόλεις.[1]
Αυτή η γενοκτονία ήταν ανάλογη εκείνης των Αρμενίων, την περίοδο 1916-1923, καθώς επίσης έχει κάποια χαρακτηριστικά, ως προς τις μεθόδους εξόντωσης, με εκείνης των Εβραίων.
Στόχος της μεθοδευμένης εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου ήταν η εκκαθάριση της Μικράς Ασίας από το ελληνικό στοιχείο. Πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και τις εξαντλητικές πορείες μέσα στο χιόνι.[2] Η κατάσταση έγινε χειρότερη με την απόβαση του Κεμάλ στην Σαμψούντα στις 19 Μαΐου1919, όταν ξεκίνησε ένα δεύτερο κύμα διωγμών.
Τον Ιούλιο του 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία όριζε ότι σύνορο μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας θα είναι ο ποταμός Έβρος. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους είχε υπογραφεί η Σύμβαση της Λωζάννης, η οποία όριζε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (περίπου 1.500.000 Έλληνες της Ανατολίας και 500.000 Έλληνες Μουσουλμάνοι). Η ανταλλαγή αυτή δεν ίσχυε για τους Έλληνες Ορθοδόξους της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και για τους Μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης.[3]
Εντούτοις, πολλοί Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις περιοχές τους πριν τη Σύμβαση. Στο σύνολο του ο πληθυσμός αυτός εξοντώθηκε το διάστημα των ετών 1914-1924 ή διέφυγε στην Ευρώπη, την Αμερική, το Ιράν, τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα, εγκαταλείποντας τους νεκρούς του, τις περιουσίες του και τον πολιτισμό πολλών αιώνων, που σημείωσε στα πάτρια εδάφη.[4]
Πηγές
[1] Φωτιάδης Κ., «Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου», Γ΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1991, σ.74
[2] Ενεπεκίδης Π., «Άουσβιτς εν ροή η Ποντιακή Γενοκτονία», Καθημερινή, Αθήνα 1997
[3] Παρανίκας Μ., «Η εισαγωγή του Χριστιανισμού εις Τραπεζούντα και Χαλδίαν», Εκκλησιαστική Αλήθεια, Έτος ΙΘ, αρ. 30, Κωνσταντινούπολη 1899, σ.268
[4] Φωτιάδης Κ, «Μικρασιατικός Ελληνισμός», Θεσσαλονίκη 1999, σ.206-207
Πηγή εικόνας
* Η Βασιλική Πολυζώνη είναι ιστορικός.