Τέτοιες χρονιάρες μέρες, μέρες χαράς και ελπίδας μου έρχονται στο νου παιδικές αναμνήσεις από το χωριό μου, την Αγία Κυριακή Καστοριάς. Αναμνήσεις που σχετίζονται με τα έθιμα και τις παραδόσεις ενός αμιγούς ποντιακού χωριού, με καταβολές και καταγωγή κυρίως από τα χωριά της Ματσούκας Τραπεζούντας και την Αμισό, Οινόη, Μπάφρα.
Πρώτα απ’ όλα κυρίαρχο σκηνικό των Χριστουγέννων ήταν το μαγευτικό χιονισμένο τοπίο. Κατάλευκο το χωριό, με το χιόνι να ξεπερνά πολλές φορές το ένα μέτρο. Αυτό σε καμία των περιπτώσεων δεν εμπόδιζε τους μικρούς καλαντιστές ! Αποτελούσε δε, το χιόνι, απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι το καλάντισμα προσοδοφόρο.
Από το πρωί, αλλά κυρίως αργά το απόγευμα, τα παιδιά, παρέες – παρέες έψαλλαν τα κάλαντα, «Χριστός γεννέθεν. . .» σε κάθε σπίτι του χωριού και οι «’κοδέσπενες» τα φίλευαν κυρίως με πλήθος ξηρών καρπών, λεπτοκάρυα, αμύγδαλα, καρύδια, ως σύμβολα ευπορίας και γονιμότητας. Κερνούσαν, επίσης, αποξηραμένα σύκα, σταφίδες, μανταρίνια, όπως και τσουρέκια και κουλουράκια και ζεστά λαβάσα, που μόλις είχαν βγει από τους φούρνους.
Οι παρέες αυτές, οι καλαντάδες, ήταν συνήθως μανωμένοι, δηλαδή εντελώς μαύροι στο πρόσωπο από τη μανέα, την κάπνα και τη μουτζούρα από τη στάχτη και συμβόλιζαν τα Πίζηλα (Καλικάντζαρους), από το επίθετο της αρχαίας μας ελληνικής γλώσσας επίζηλος, δηλαδή μετωνυμικά ο δαίμονας, ο ζηλότυπος, μιας και τα Πίζηλα ήταν ακάθαρτα και ότι έπιαναν το λέρωναν και το ζήλευαν.
Σχεδόν όλες οι οικογένειες του χωριού ανέτρεφαν γουρούνι, από τα τέλη του καλοκαιριού και τις παραμονές των εορτών το έσφαζαν. Κάθε μέρος του κρέατος το προετοίμαζαν για διαφορετική χρήση και περίσταση.
Φυσικά ούτε λόγος για το ξενόφερτο έθιμο της γαλοπούλας. Ειδικά, λοιπόν, για τα Χριστούγεννα ετοίμαζαν “καβουρμά”, “τζίντζ(ε)α” και “τσιλγάνια”, τσιγαρίδες δηλαδή.
Τίποτε από το ζώο δεν έμενε αναξιοποίητο, αφού και το λίπος του έμπαινε ως πρωταρχικό συστατικό στις πίτες στο “σάτσι”, στα φαγητά και τις σούπες.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, είχε σχεδόν απ’ όλα τα καλά της μητέρας γης. Βουτούρτα, τυρία, υλιστόν, τσοκαλίκ’, πασκιτάν’, ωτία, Χριστοκολόθ(ε)α με το Σταυρό στη μέση από αμύγδαλα, γατμέρια, το αλευρένεν’ τη χαλβά ! Από τις πίτες την τιμητική τους είχαν το ανεβατόν η κρομμυδόπιτα, η κολογκυθόπιτα, τα πισία με το τυρίν, με τα καρτόφ(ε)α, με το κρομμύδ’ ή με το μελ’.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, μετά τη Θεία Λειτουργία, τα μικρά παιδιά, «δεξιμάτ(ε)α», επισκέπτονταν το νονό τους, «δεξάμενον», για να του προσφέρουν δώρα, για το «καλαντίασμα» και του φιλούσαν τα χέρια ως ένδειξη σεβασμού. Εκείνος με τη σειρά του δώριζε χρήματα, εάν ήταν εύπορος ή διάφορα καλούδια εάν ήταν φτωχός.
Στη συνέχεια της ημέρας ακολουθούσε το οικογενειακό τραπέζι με συγγενείς και φίλους, όπου ο καθένας έφερνε από το σπίτι του ό,τι μπορούσε για να γίνει πλουσιότερο το γεύμα.
Το βράδυ η λύρα «έπαιρνε φωτιά» και όλοι γλεντούσαν παρέα γύρω από την ξυλόσομπα. Και η διασκέδαση έφτανε στο αποκορύφωμα, όταν κάθονταν γύρω απ’ το τραπέζι και αφού έτρωγαν ως ορεκτικό τσίρ(ε)α, δηλαδή λεπτές φέτες από αποξηραμένα φρούτα και στύπα από φασούλ’, μαντζάναν και λάχανον, πίνοντας κρασί ή ρακί ξεκινούσαν το γλέντι με τη συνοδεία της λύρας.
Μερικές φορές, μάλιστα, κρατούσε ως το πρωί, αφού ο λυράρης με την παρέα του γυρνούσε όλα τα σπίτια του χωριού. Το ξημέρωμα πια της Δευτέρας των Χριστουγέννων τους φίλευαν κοτόσουπα για να ισαζ’νε τα στομάσ’ ατουν.
Με αυτές τις εντυπώσεις προσπάθησα , σε λίγες γραμμές, να σας εξιστορήσω πως περνούσαμε τα Χριστούγεννα στο χωριό μας.Μνήμες που φώλιασαν στην ψυχή και κρατούν άσβεστη τη φλόγα της Παράδοσης.
Ιωάννης Δ. Λαζαρίδης
Πηγή εικόνας
https://www.facebook.com/eleni.xalkia.39