Αρχική » Το σκιουράκι και ο καλικάντζαρος – Νικολέττα Ρεπάνη

Το σκιουράκι και ο καλικάντζαρος – Νικολέττα Ρεπάνη

0 comment 108 views

Η σημερινή πρόταση αφορά στο παραμύθι της Νικολέττας Ρεπάνη με τίτλο «Το σκιουράκι και ο καλικάντζαρος». Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Κέφαλος».

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα δάσος μακρινό, έπεφτε χιόνι. Εκεί που τελείωνε το δάσος, ξεκινούσαν τα σπίτια ενός μικρού χωριού.

Παραμονές Χριστουγέννων! Οι άνθρωποι γιόρταζαν!

Πολλές φορές όταν το χιόνι ήταν πυκνό και σκέπαζε τα πάντα, κατέβαιναν στο χωριό ζώα του δάσους ψάχνοντας λίγη τροφή, όπως σκίουροι και ελάφια. Οι χωρικοί τα τάιζαν με σπόρους και ψωμί. Ένα σκιουράκι άκουσε έναν παράξενο όμορφο ήχο που ερχόταν από ένα ανοιχτό παράθυρο. Άρχισε να τρέχει πάνω στα κλαριά των δέντρων. Σταματούσε, κοίταζε αριστερά δεξιά, να καταλάβει από πού ερχόταν ο ήχος και στο τέλος πήδηξε σε μια στέγη και έφτασε στο παράθυρο της σοφίτας που υπήρχε εκεί. Κοίταξε προσεκτικά και κάπως περίεργο από το παράθυρο και είδε ένα μικρό αγόρι. Το αγόρι κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό καλάμι με πολλές τρύπες, το έβαζε στο στόμα του και έπαιζε πολύ ωραία μουσική. Τόσο πολύ του άρεσε του μικρού σκίουρου, που κουλουριάστηκε μέσα στη χνουδωτή ουρά του και ακούγοντας έτσι, αποκοιμήθηκε.

Κάποια στιγμή, το αγόρι σταμάτησε να παίζει. Σηκώθηκε λοιπόν να κλείσει το παράθυρο. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει και μέσα στη νύχτα, φαίνονταν καθαρά όλα τα αστέρια του ουρανού. Το παιδί κοιτάζοντας τα αστέρια, ψιθύρισε “Εσείς εκεί ψηλά, που βλέπετε τα πάντα, φωτίστε και τον δρόμο του μπαμπά μου που είναι ναυτικός κάπου μακριά, να μπορέσει να γυρίσει πίσω.“ Ύστερα, πήγε να σκουπίσει με τα χεράκια του το χιόνι από το περβάζι και να κλείσει το παράθυρο, μα άγγιξε το σκιουράκι. “Ω! Τι είναι αυτό! “ φώναξε. Μαζεύτηκε πιο κοντά στο παράθυρο, άγγιξε ξανά αυτό που βρήκε πριν και κατάλαβε από το τρίχωμά του ότι ήταν ένα ζωάκι. “Ένας σκίουρος!” σκέφτηκε “σίγουρα θα πεινάει”. Χάιδεψε το σκιουράκι λέγοντας “έλα μικρέ μου φίλε, ξύπνα, θα κρυώσεις.” Το σκιουράκι άνοιξε με κόπο τα μάτια του και όπως είδε το παιδί να το κοιτάζει από τόσο κοντά, τρόμαξε και έπεσε κάτω στη στέγη. Όμως, ξαφνικά κρύωνε πολύ και η μυρωδιά του ψωμιού το έκανε να το ξανασκεφτεί. Έτσι έτρεξε γρήγορα πάλι κοντά στο παράθυρο. Ο μικρός δεν το είχε κλείσει ακόμα. Ο σκίουρος πλησίασε, δισταχτικά στην αρχή μα αφού δε μυρίστηκε κίνδυνο, πλησίασε το χέρι του παιδιού, το έπιασε με τα χεράκια του κι έφαγε λαίμαργα τα ψίχουλα που του έδωσε. Από τότε, κάθε βράδυ ο μικρός μας σκίουρος πήγαινε στη σοφίτα του αγοριού. Έγιναν φίλοι.

Κάποια μέρα στο δάσος, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος κι ύστερα άλλοι, πιο μικροί και κάποια άναρθρα σφυρίγματα. Όλοι οι σκίουροι και τα άλλα ζώα, μαζεύτηκαν σε μια μεριά και κοιτούσαν παραξενεμένα.Τότε εμφανίστηκε τρέχοντας ένας λαγός και όπως ήρθε κοντά φώναξε λαχανιασμένος… “Ήρθαν οι καλικάντζαροι! Τους άκουσα να λένε πως θα πάνε ο καθένας σε κάθε χωριό και θα πειράζουν τους ανθρώπους! Σχεδιάζουν να κάνουν πολλές σκανταλιές.” “Ω αυτό είναι κακό!” είπε το ελάφι.” “Ναι, ναι.” συνέχισε ο λαγός. “Τους άκουσα να λένε στον καλικάντζαρο που πάει στο δικό μας χωριό, ότι θα πρέπει να πειράξει το πιο αθώο παιδί που θα βρει, το πιο ευαίσθητο, για να πονέσει πολύ και να μη μπορέσει να γιορτάσει” “Θα βρει το μικρό αγόρι!” είπε ο σκίουρος. “Πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους! Μας αγαπάνε, μας δίνουν τροφή. Είναι καλοί μαζί μας” είπε το ελάφι. Μα ο μικρός σκίουρος είχε φύγει ήδη… έτρεχε να προλάβει…

Νύχτωσε πάλι. Οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους. Τα ζώα κουρνιασμένα μέσα στις στάνες. Εκεί στην άκρη του δάσους, πάνω σε ένα δέντρο, δυο μάτια ορθάνοιχτα παραμόνευαν μέσα στα κλαριά. Δυο αυτιά ανοιχτά άκουγαν όλες τις συζητήσεις. Μια μύτη ρουθούνιζε ψάχνοντας στον αέρα, πού θα μυρίσει φόβο, λύπη. Το χωριό ήταν πολύ ήσυχο. Ο καλικάντζαρος κατσούφιασε. Γύρισε να φύγει. Σκέφτηκε πως θα έχανε την ώρα του αν έμενε κι άλλο εδώ. Ήταν όλοι μονιασμένοι, δε μπορούσε να τους πειράξει. Όμως εκείνη την στιγμή, που έπεφταν όλοι για ύπνο, το μικρό αγόρι άρχισε να παίζει τη μουσική του. Ήταν μια θλιμμένη μουσική, που έβγαζε όλο τον πόνο του αγοριού, όλο το παράπονο. Ο καλικάντζαρος γέλασε κι έτριψε τα χέρια του με χαρά. “Τώρα μικρέ μου, θα παίξουμε!” φώναξε και έτρεξε γρήγορα κι ανέβηκε σε ένα δέντρο κοντά στο παράθυρο του παιδιού. Άκουσε την προσευχή που έλεγε όπως κάθε βράδυ στ’ άστρα και σκέφτηκε κάτι να κάνει με το πονηρό μυαλό του…. Το σκιουράκι σαν έφτασε στο παράθυρο του μικρού, το βρήκε κλειστό, σβηστό το φως. “Εντάξει” σκέφτηκε “Όλα καλά! Μπορεί να έκανα και λάθος”. Δεν μπορούσε να δει το γράμμα που ήταν ριγμένο κάτω από την πόρτα του σπιτιού…

Το πρωί, ξύπνησε πρώτη η μητέρα του αγοριού. Όπως άνοιξε την πόρτα, είδε το γράμμα και το πήρε στα χέρια της. Μα εκείνη την στιγμή, το σκιουράκι πήδηξε, της το άρπαξε από τα χέρια και εξαφανίστηκε στο δάσος. “Τι χαρτί να ήταν αυτό;” σκέφτηκε η γυναίκα… Ο καλικάντζαρος που παρακολούθησε την σκηνή, έσκασε από το κακό του…βρήκαν λίγες τούφες από το άγριο δέρμα του πάνω στα δέντρα. Ο σκίουρος έτρεξε και βρήκε το ελάφι. Του έδειξε το γράμμα και του είπε ότι το είχε αφήσει ο καλικάντζαρος. Και οι δυο μαζί, πήγαν και βρήκαν τον λαγό, που ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να διαβάσει το γράμμα. Του εξήγησαν τι έγινε και ο λαγός διάβασε “Πολύ λυπούμαστε, αλλά πρέπει να σας πληροφορήσουμε πως ο άντρας σας έχασε την ζωή του όταν το πλοίο στο οποίο δούλευε, έπεσε σε τρικυμία και βυθίστηκε“. “Πάλι καλά που πρόλαβες να μην το διαβάσουν. Μπράβο!” είπαν στο σκιουράκι κι εκείνο ένοιωσε πολύ χαρούμενο που μπόρεσε να βοηθήσει τον φίλο του. Το βράδυ έτρεξε να βρει το παιδί, μα το παράθυρο της σοφίτας ήταν κλειστό. Τότε κατέβηκε και κοίταξε από το παράθυρο κάτω της κουζίνας. Το αγόρι ήταν κοντά στο τζάκι στην αγκαλιά ενός μεγαλόσωμου άντρα και φώτιζε η ευτυχία το πρόσωπό του! Το σκιουράκι κατάλαβε. Είχε γυρίσει ο μπαμπάς του!

Από τότε και κάθε βράδυ, πήγαινε πάντα στη σοφίτα του παιδιού κι εκείνο το τάιζε και του έλεγε τα νέα του.

Λένε πως….σε εκείνο το χωριό, δεν ξαναπάτησαν καλικάντζαροι. Το προστατεύουν τα σκιουράκια. Οι κάτοικοι περνούν ευτυχισμένοι τις γιορτές.

Καλές γιορτές σε όλους με χαμόγελα και αγάπη!

Όπως επισημάνθηκε σε προγενέστερη συνέντευξη που μας παραχώρησε η συγγραφέας εδώ

https://greekhumans.com/sinenteuxi-me-th-nikoletta-repani-grafontas-nouvela/

γεννήθηκε στο Μώλο Φθιώτιδας. Μεγάλωσε στην Αθήνα και την Ναύπακτο. Έχει πτυχίο νοσηλευτικής. Συμμετέχει από το 2016 σε ανθολογίες ποιημάτων και παραμυθιών.

Η Ομάδα του GreekHumans

Πριν Φύγετε