Της Ελένης Πασχαλίδου*
Η Δυτική Μακεδονία απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό με τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο που διήρκησε από τον Οκτώβριο του 1912 μέχρι τον Μάιο του 1913. Οι συνασπισμένες δυνάμεις της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβούνιου κατάφεραν να αποσπάσουν σχεδόν όλη τη Βαλκανική χερσόνησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην προσπάθεια τους να συγκροτήσουν εθνικά κράτη.
Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ο ελληνικός στρατός, κατάφερε να εισέλθει θριαμβευτικά στην Κοζάνη την Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 1912 καθιστώντας την, τη δεύτερη κατά σειρά απελευθερωμένη πόλη. Μετά τη σφοδρή μάχη στα Στενά του Σαρανταπόρου, ο τουρκικός στρατός αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη της Κοζάνης αμαχητί με αποτέλεσμα το ιππικό του ελληνικού στρατού να προελάσει ανεμπόδιστο.
Τα πρώτα επινίκια για την απελευθέρωση της πόλης εορτάστηκαν με μεγάλη επισημότητα την Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 1913. Ο σημαιοστολισμός της πόλης, η δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό, η εκφώνηση πανηγυρικών λόγων, η παρέλαση και η κατάθεση στεφάνων στους τάφους των πεσόντων στρατιωτών ήταν μερικά από τα στοιχεία που συνέθεταν το πρόγραμμα του εορτασμού της επετείου.
Οι πρακτικές αυτές άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά κόρον τον 20ο αιώνα καθώς τα κράτη στην προσπάθεια τους να γίνουν εθνικά χρειαζόντουσαν μνήμες που θα συγκροτούσαν την εθνική τους ιδεολογία. Οι ενσώματες αναμνηστικές τελετές στόχευαν στη κατασκευή μιας συλλογικής μνήμης που θα διαμορφώνεται και θα μεταβιβάζεται μέσα από αυτές προκειμένου να τονιστεί η ιστορική συνέχεια, να επιτευχθεί η εθνική ομογενοποίηση και η εσωτερική συνοχή έτσι ώστε να οικοδομηθεί η εθνική ταυτότητα.
Στο πέρασμα των χρόνων, οι μνημοτεχνικές αυτές κάποιες φορές υπερτονίστηκαν εξ αιτίας πολιτικών μεταβολών και κοινωνικών συγκυριών και άλλοτε ατόνησαν. Ωστόσο, αν συγκρίνει κανείς τον εορτασμό των επετείων από τότε μέχρι και τις ημέρες μας θα διαπιστώσει ότι το πρόγραμμα είναι σχεδόν απαράλλαχτο. Με ποιον τρόπο, όμως, οι σημερινές τελετές αποτυπώνονται στη συλλογική μνήμη της σύγχρονης τοπικής κοινωνίας; Η μαθητιώσα νεολαία γνωρίζει για ποιον λόγο ακριβώς παρελαύνει ή της αρκεί που «χάνει άλλη μια μέρα μάθημα»;
Σήμερα είναι ήδη γνωστό ότι οι δημόσιες τελετές μνήμης, οι εθνικές επέτειοι, τα μουσεία, τα μνημεία και μια σειρά πρακτικών που έχουν θεσπιστεί για να ερχόμαστε σε επαφή με το παρελθόν, συνδιαμορφώνουν τις αντιλήψεις μας.
Το παρελθόν υπάρχει διάχυτο γύρω μας (ατομικές μνήμες, λογοτεχνία, κινηματογράφος κ.α) αλλά δεν ταυτίζεται με την ιστορία. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν και σχετιζόμαστε μαζί του είναι αποτέλεσμα πολιτισμικής επεξεργασίας, στενά συνυφασμένης με το παρόν και τις πολιτισμικές του παραδόσεις. Η ιστορία ορίζει ένα μικρό μόνο τμήμα των σχέσεων αυτών.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η ιστορία μπήκε ως μάθημα στη υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση τον 19ο αιώνα δεν σήμαινε ότι οι πολίτες έκοψαν κάθε άλλου είδους σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο, στον δημόσιο χώρο η σχέση μας με το παρελθόν διαμεσολαβείται προκειμένου το παρελθόν να χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο σταθερότητας και ως επιβεβαίωση ταυτοτήτων.
Έτσι, παρόλο που ζούμε σε ένα ποικιλόμορφο πλαίσιο συνάντησης με το παρελθόν επικεντρωνόμαστε περισσότερο στις θεσμοθετημένες μορφές συνάντησης μαζί τους. Η αξιωματική διατύπωση ότι ιστορία μαθαίνουμε μόνο μέσα από τη σχολική εκπαίδευση και μάλιστα ότι η συγκεκριμένη είναι η πιο έγκυρη μορφή ιστορικής γνώσης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημόσιας αντίληψης για το τι είναι ιστορία σήμερα.
Πώς όμως περάσαμε από την «παντοδυναμία» της σχολικής ιστορίας στην παντελή έλλειψη ιστορικής κουλτούρας που διακρίνει τους σημερινούς μαθητές; Η σύγχρονη νεολαία της Κοζάνης αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι γιορτάζουμε την 11η Οκτωβρίου;». Αυτό φανερώνει ότι οι μαθητές δυσκολεύονται να αφομοιώσουν ακόμη και τα γεγονότα της τοπικής ιστορίας. Προφανώς, το σχολείο υιοθετώντας μια λογική ότι ο μαθητής πρέπει να τα γνωρίζει όλα, τελικά δεν μαθαίνει ουσιαστικά τίποτα.
Η ιστορία ως τρόπος σκέψης και κατάκτησης γνώσης για το παρελθόν απονεκρώνεται, καθώς αντικαθίσταται από την άκριτη συσσώρευση πληροφοριών και τη στείρα αποστήθιση. Οι μαθητές δεν μπορούν να τοποθετηθούν στον ιστορικό χρόνο και χώρο αδυνατώντας παράλληλα να σκεφτούν την αιτιώδη σχέση και τις συνέπειες των ιστορικών εξελίξεων που σημάδεψαν τον τόπο μας. Έτσι, προκύπτει το ερώτημα αναφορικά με το είδος της σκέψης που καλλιεργείται στο σχολείο σε σχέση με το παρελθόν.
Αναμφισβήτητα, χρειάζεται μια ουσιαστική αναμόρφωση του μαθήματος της ιστορίας στα σχολεία. Καταρχάς, η ιστορία θα πρέπει να διδάσκεται με τέτοιο τρόπο, ώστε οι μαθητές να αντιληφθούν ότι η ιστορία δεν είναι «άχρηστη» γνώση αλλά είναι η σχέση μας με το παρελθόν. Κατόπιν, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ιστορία του εικοστού αιώνα, καθώς αυτή είναι πιο απαραίτητη για να κατανοήσει η νέα γενιά τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκε και μεγαλώνει.
Εκτός όμως από τη σχολική εκπαίδευση, δεδομένου ότι ζούμε σε μια εποχή όπου υπάρχουν πολλοί τρόποι ιστορικής διάχυσης και επαφής με το παρελθόν, γιατί οι μαθητές δεν γνωρίζουν ούτε τα βασικά σχετικά με την ιστορία του τόπου τους; Είναι αναγκαίο ο μαθητής να αποκτήσει μια βιωματική σχέση με το παρελθόν χωρίς να εγκλωβίζεται στις σελίδες του σχολικού εγχειριδίου, αλλά να πραγματοποιείται μέσα από τους δεσμούς που αναπτύσσουμε με τις παλαιότερες γενιές, με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, τα μνημεία και τα ίχνη της ιστορίας στις πόλεις που ζούμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου οι μαθητές να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη γνώση σχετικά για την απελευθέρωση της Κοζάνης θα μπορούσαν να επισκεφθούν το Στρατιωτικό Μουσείο Σαραντοπόρου, το μνημείο πεσόντων στην Ελασσόνα αλλά και τα στρατιωτικά νεκροταφεία της Κοζάνης.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στην Κοζάνη ουδέποτε στήθηκε μνημείο υπέρ των πεσόντων των Βαλκανικών Πολέμων, αν και επιχειρήθηκε αρκετές φορές από το 1962 και μετά. Επιπλέον, υπάρχουν αξιόλογα βιβλία τοπικής ιστορίας τα οποία θα πρέπει να ενταχθούν στη σχολική καθημερινότητα μαζί με προφορικές μαρτυρίες. Δεδομένου ότι η πρώτη γενιά που έζησε την απελευθέρωση έχει εκλείψει καθιστά τις προφορικές μαρτυρίες των απογόνων όσων συμμετείχαν στην απελευθέρωση της Κοζάνης απαραίτητες, προκειμένου να υπάρξει μια ζώσα απεικόνιση του γεγονότος.
Εάν γίνουν όλες αυτές οι αλλαγές , τότε είναι πολύ πιθανό οι μνήμες να ξαναζωντανέψουν, η συλλογική μνήμη να ενδυναμωθεί και η νέα γενιά να γνωρίσει το ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου που ζει και ανδρώνεται.
1η δημοσίευση εδώ
Πηγή εικόνας
* Η Ελένη Πασχαλίδου είναι Φιλόλογος – Ιστορικός – Απόφοιτος Ιστορικού Αρχαιολογικού Α.Π.Θ – Msc in History, Teaching History, Education Policy Π.Δ.Μ.