Του Κωνσταντίνου Ζαφειρίδη*
Εισαγωγή
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε αναμφίβολα ένα τεράστιο σοκ για την Ευρώπη της εποχής και φυσικά ολόκληρο τον κόσμο. Η ευκαιρία το καλοκαίρι του 1914 για ηρωισμούς και διαφυγή από τα πενήντα χρόνια ειρήνης και το τέλμα των ευρωπαϊκών σαλονιών, μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε έναν συνεχιζόμενο εφιάλτη που θα τελείωνε τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1918.
Οι νικήτριες δυνάμεις καταπονημένες και σοβαρά κλονισμένες από την πολεμική προσπάθεια ανέλαβαν να <<οικοδομήσουν>> έναν μεταπολεμικό κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες και δύσκολα ζητήματα. Αρχικά φαίνονταν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν να υπάρξει ξανά πόλεμος τέτοιας κλίμακας στην Γηραιά Ήπειρο. Το 1939 ωστόσο, είκοσι χρόνια αργότερα, η Ευρώπη θα έμπαινε στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους κατοίκους του Βελγίου που θα έβλεπαν το 1940 τα γερμανικά στρατεύματα να εισβάλουν στη χώρα τους για δεύτερη φορά στο διάστημα μιας γενιάς, αναμφίβολα θα φαινόταν πως η ιστορία επαναλαμβανόταν με μεγάλη κυνικότητα και ωμότητα.
Επομένως η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία εν πολλοίς <<χάραξε>> τον νέο κόσμο απέτυχε; Μήπως οι ίδιες οι ρυθμίσεις της οδήγησαν τον κόσμο σε νέο αιματοκύλισμα και το Ολοκαύτωμα ενός έθνους; Κάτι τέτοιο φυσικά δε μπορεί να απαντηθεί μονολεκτικά, αν και είναι αλήθεια πως η Συνθήκη επικρίθηκε ως υπερβολικά σκληρή εξαρχής από ορισμένους συγχρόνους, ενώ αρκετά σημεία της <<κινητοποίησαν>> δυνάμεις στην πλευρά των ηττημένων, κατά κύριο λόγο στη Γερμανία.
Ένας νέος κόσμος
Οι νικήτριες δυνάμεις της Entente την επαύριο του πολέμου έπρεπε να συγκεράσουν τις δικές τους εκδικητικές σε κάποιες περιπτώσεις επιδιώξεις(απόρροια των απωλειών έμψυχων και υλικών, αλλά και εξαιτίας των κλυδωνισμών στο παγκόσμιο status quo) και τις παράλογες και ανεδαφικές υποσχέσεις σε σύμμαχες χώρες.
Οι εργασίες για την ειρήνη ξεκίνησαν στο ανάκτορο των Βερσαλλιών στις 18 Ιανουαρίου 1919. Συμμετείχαν 32 αντιπροσωπείες από τις <<Συμμάχους και Συνασπισμένες Δυνάμεις>>. Δεν προσκλήθηκαν οι ουδέτερες δυνάμεις και φυσικά η Ρωσία. Παρά τη συνήθη τακτική δεν συμμετείχαν ούτε οι ηττημένοι. Ο τελικός διακανονισμός της ειρήνης έγινε καθ’ υπαγόρευσιν (Diktat), κάτι αν μη τι άλλο ταπεινωτικό για τους ηττημένους.
Το κυριότερο όργανο του Συνεδρίου της ειρήνης ήταν το Συμβούλιο των Τεσσάρων, αποτελούμενο από τους ηγέτες των ΗΠΑ, Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, με τη συμμετοχή της Ιαπωνίας ως πέμπτο μέλος σε ζητήματα που την αφορούσαν. Οι τρεις ηγέτες Wilson, Lloyd George και Clemenceau προσήλθαν στις συζητήσεις από διαφορετικές αφετηρίες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος αφίχθη στο Παρίσι με πολύ μεγάλο διεθνές κύρος και μια αίσθηση ιεραποστολικού προορισμού. Βέβαια η θέση του στην πατρίδα είχε υποστεί σοβαρό πλήγμα καθώς στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1918, οι Ρεπουμπλικανοί, οπαδοί του απομονωτισμού είχαν κερδίσει την πλειοψηφία και στα δύο σώματα. Ο Wilson προσπάθησε να εμφυσήσει στο Συνέδριο τους ιδεαλιστικούς του στόχους παραβλέποντας τόσο τα προαναφερθέντα όσο και την εξαιρετικά πολύπλοκη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ωστόσο, κατάφερε αρχικά, παρακάμπτοντας τους δισταγμούς των Ευρωπαίων, να <<στήσει>> τη νεότευκτη Κοινωνία των Εθνών στο επίκεντρο του μεταπολεμικού σχεδιασμού.
Από την πλευρά του ο Lloyd George είχε μεν εκλεγεί τον Δεκέμβριο με μεγάλη πλειοψηφία, έχοντας διασπάσει δε το Φιλελεύθερο Κόμμα, πράγμα που τον καθιστούσε δέσμιο των Συντηρητικών. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη διάλυση της γερμανικής αποικιακής αυτοκρατορίας και την ενίσχυση της βρετανικής θέσης στη Μέση Ανατολή. Επίσης θεωρούσε πως έπρεπε να διατηρήσει την καλή θέληση του Προέδρου Wilson προχωρώντας σε παραχωρήσεις σε ζητήματα αρχών, χωρίς να αποξενώσει τη Γαλλία.
Ο Γάλλος ομόλογός του Georges Clemenceau είχε δει δύο φορές τα γερμανικά στρατεύματα να προελαύνουν σε γαλλικό έδαφος. Φυσικά, ενδιαφερόταν κατά κύριο λόγο για τη γαλλική ασφάλεια. Το προσωρινό πλεονέκτημα του Παρισιού έναντι του Βερολίνου λόγω της νίκης στον Πόλεμο, έπρεπε να οδηγήσει πάση θυσία στην εξάλειψη της γερμανικής απειλής. Ο Clemenceau επέμενε να πληρώσει η Γερμανία για τις ζημιές στη χώρα του. Κοινή συνισταμένη των τριών ηγετών ήταν το εξής δίλημμα: ήταν υπεύθυνοι απέναντι στα κοινοβούλια και τους λαούς τους, σε μα εποχή έντονου αντι-γερμανικού πνεύματος.
Η Συνθήκη
Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, αυτό που κυρίως απασχόλησε ήταν η συνθήκη με τη Γερμανία. Αυτή υπογράφηκε στις Βερσαλλίες στις 28 Ιουνίου 1919 μεταξύ Γερμανίας και Συμμάχων, πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Η Γερμανία προέβη σε διόλου αμελητέες εδαφικές παραχωρήσεις προς την Πολωνία, μικρές σε Βέλγιο, Λιθουανία και την Τσεχοσλοβακία, παραχώρησε την Αλσατία και τη Λωραίνη στη Γαλλία, και υποχρεώθηκε να δεχθεί δημοψήφισμα για την χάραξη των συνόρων με τη Δανία. Η Ρηνανία κηρύχθηκε αποστρατικοποιημένη ζώνη, ενώ οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις περιορίστηκαν δραστικά. Αυτό σήμαινε επί της ουσίας μερικό αφοπλισμό.
Μια Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου συστάθηκε για να επιβλέψει τη συμμόρφωση των Γερμανών. Οι ηττημένοι παραχώρησαν την εκμετάλλευση των ανθρακωρυχείων του Σάαρ στη Γαλλία για δεκαπέντε χρόνια, ενώ για άλλα δεκαπέντε χρόνια δυνάμεις κατοχής των Συμμάχων θα παρέμεναν στη Ρηνανία για να εξασφαλιστεί κυρίως η καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων. Η συνθήκη δεν ανέφερε συγκεκριμένο ποσό, αφήνοντας τον καθορισμό του σε μια επιτροπή. Μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις, το ποσό ορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα(33 δισεκατομμύρια δολάρια).
Οι επανορθώσεις και ιδιαίτερα η ρήτρα περί <<πολεμικής ενοχής>> της Γερμανίας υπήρξαν τα επίμαχα σημεία. Από νωρίς υπήρξαν επικρίσεις και όχι μόνο στη Γερμανία. Ο Άγγλος οικονομολόγος John Meynard Keynes επεσήμανε ήδη από το 1919 το υπερβολικό των συμμαχικών απαιτήσεων και την παράβλεψη των πραγματικών αναγκών της οικονομίας.
Μεταξύ Σεπτεμβρίου 1919 και Αύγουστο του 1920 υπογράφηκαν συνθήκες ειρήνης με τις υπόλοιπες μέχρι πρότινος εχθρικές δυνάμεις. Οι διακανονισμοί φανέρωσαν γρήγορα τις αδυναμίες του ιδεαλιστικού προτύπου του Αμερικανού Προέδρου. Οι αρχές της αυτοδιάθεσης και η εθνική αρχή παρακάμφθηκαν για λόγους στρατιωτικής ασφάλειας- ας μην ξεχνάμε την προσπάθεια δημιουργίας πολλών αστικών κρατών ως ανάχωμα στον Κομμουνισμό- ή έφεραν προβλήματα στα εδάφη των πρώην πολυεθνικών αυτοκρατοριών.
Ως αποτέλεσμα οι μειονότητες ξεπέρασαν τα 9 εκατομμύρια. Οι νικητές επέμεναν να αναληφθούν υποχρεώσεις προστασίας των μειονοτήτων από τους ηττημένους. Έτσι, δεκαέξι κράτη υποσχέθηκαν να σεβαστούν ορισμένα δικαιώματα. Οι νικητές ωστόσο δεν δεσμεύτηκαν αναλόγως. Το Συμβούλιο της ΚτΕ, στο οποίο ανατέθηκε η εγγύηση της λειτουργίας αυτού του πλαισίου ασφαλείας λειτούργησε σε ελάχιστες περιπτώσεις και περιορίστηκε σε μεσολαβητικές πρωτοβουλίες, λειτουργώντας κατά κανόνα υπέρ των κρατών και όχι των μειονοτήτων. Η μεταπολεμική <<διαρρύθμιση>> του κόσμου γέννησε νέα ζητήματα και εστίες αμφισβήτησης και ανατροπής των συμφωνηθέντων.
Χωρίς αμφιβολία ωστόσο, το πιο ακανθώδες σημείο υπήρξε το ζήτημα της καταβολής των αποζημιώσεων. Η Γαλλία κατά κύριο λόγο επέμενε την καταβολή από γερμανικής πλευράς στο ακέραιο, του ποσού που είχε προσδιορισθεί τον Απρίλιο του 1921. Στόχος ήταν όχι μόνο η ανοικοδόμηση αλλά και η εξυπηρέτηση του χρέους προς τις ΗΠΑ, οι οποίες από το 1922 είχαν αρχίσει να πιέζουν έντονα. Παράπλευρος στόχος ήταν η διατήρηση του πλεονεκτήματος έναντι του ανατολικού γείτονα, του οποίου αν η οικονομία εξασθενούσε θα ήταν ακόμα πιο χαρμόσυνα νέα για το Παρίσι. Πολιτικά ωστόσο, η Γαλλία βρέθηκε ζημιωμένη, καθώς οι γερμανικές κυβερνήσεις δεν έδειξαν διάθεση συμμόρφωσης, ενώ η κατάληψη του Ρουρ από κοινού με το Βέλγιο στα τέλη του 1922, απείλησε τη μοναδική εγγυήτρια του status quo στην Ευρώπη, με διπλωματική απομόνωση.
Σημαντικός παράγοντας στο ζήτημα αποτέλεσε η επιμονή των ΗΠΑ να ζητούν την εξόφληση στο ακέραιο των δανείων που είχαν συναφθεί εν καιρώ πολέμου. Οι Βρετανοί αντέτειναν πως αυτά είχαν ληφθεί στο μέσο ενός κοινού αγώνα και έπρεπε αμοιβαία να διαγραφούν. Οι Αμερικανοί δέχτηκαν μόνο τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής. Η Βρετανία που αποτελούσε τον σημαντικότερο πιστωτή μετά τις ΗΠΑ, δήλωσε πως θα επεδίωκε να εισπράξει οφειλές από πρώην συμμάχους και τη Γερμανία ύψους ίσου με το πολεμικό της χρέος προς την Αμερική. Οι Γάλλοι από την πλευρά τους επέμειναν να εξαρτούν τη εξόφληση από τις γερμανικές επανορθώσεις.
Επρόκειτο για έναν φαύλο κύκλο κατά τον οποίο στη δεκαετία τουλάχιστον του 1920, αμερικανικά δάνεια επέτρεψαν στη Γερμανία την επανάληψη καταβολής επανορθώσεων στους Συμμάχους, με τους τελευταίους να χρησιμοποιούν αρκετά από αυτά τα δολλάρια για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους χρέη προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελούσε η διάθεση των Αμερικανών και δυνατότητα των Αμερικανών να χορηγούν τέτοια δάνεια, γεγονός που έπαψε να ισχύει μετά το 1929. Συνολικά, μεταξύ 1918 και 1931 οι ΗΠΑ εισέπραξαν 2,6 δισεκατομμύρια δολλάρια, η Γαλλία έλαβε τρεισίμισι φορές σε επανορθώσεις ότι κατέβαλε, ενώ για τη Βρετανία ο απολογισμός ήταν αρνητικός. Με το ξέσπασμα της κρίσης, οι πληρωμές σταμάτησαν. Όλα τα προηγούμενα θα είχαν σοβαρές συνέπειες στην δεκαετία του 1930.
Η Ευρώπη σε πορεία σύγκρουσης
Παρά τα προβλήματα που διαφάνηκαν από νωρίς και την έκβαση των διαφόρων πολιτικών, οφείλει να τονιστεί πως στο σύνολο σχεδόν της δεκαετίας του 1920 υπήρχε μια –απατηλή όπως αποδείχθηκε- αισιοδοξία ότι κάτι ανάλογο με τον Μεγάλο Πόλεμο δεν θα επαναληφθεί, ενώ υπήρξε και καλή θέληση από αρκετές πλευρές προς την κατεύθυνση αυτή. Το παρόν άρθρο επιθυμεί να εστιάσει εντούτοις στην εξωτερική πολιτική των δυνάμεων που θα βρίσκονταν εκ νέου σε εμπόλεμη κατάσταση, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης, δηλαδή του 1930.
Οι Δικτατορίες
ΙΤΑΛΙΑ
Το 1920 στην Ευρώπη υπήρχαν μόλις δύο χώρες που δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν <<δημοκρατίες>> αν λάβει κανείς ως κριτήριο τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και το πολυκομματικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Το 1938, δεκαέξι κράτη είχαν δικτατορικά καθεστώτα, <<αυταρχικά>> ή <<ολοκληρωτικά>>. Η Ιταλία του Benito Mussolini ανήκει προφανώς στη δεύτερη κατηγορία. Ο Duce ανήλθε στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1922, μετά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ Γ’ και όχι μετά την πορεία προς τη Ρώμη όπως θα το ήθελε η φασιστική φαντασίωση. Αυτό έγινε με όλους τους συνταγματικούς τύπους, ενώ τον Απρίλιο του 1924 οι τελευταίες πολυκομματικές εκλογές έδωσαν στο φασιστικό κόμμα το 64% των ψήφων.
Ο Mussolini επιδίωξε την καλλιέργεια ενός μαχητικού εθνικισμού, ο οποίος στην εξωτερική πολιτική εκφράστηκε έντονα μετά το 1935. Στη δεκαετία του 1920 η πολιτική του στο εξωτερικό ήταν μάλλον ασταθής. Κυμάνθηκε από επιθετική- Κέρκυρα, Φιούμε- έως τη συνδιαλλαγή, καθώς παρά τις αρχικές επιφυλάξεις υπέγραψε τις συμφωνίες του Λοκάρνο το 1925 και κάποια διμερή σύμφωνα συνεργασίας με γειτονικές χώρες. Ταυτόχρονα ως αντίδραση στην γαλλική επιρροή στην κεντρική Ευρώπη ενθάρρυνε τις αναθεωρητικές δυνάμεις Ουγγαρία και Βουλγαρία, ενώ η Αλβανία μετατράπηκε σε προτεκτοράτο της Ιταλίας.
Την περίοδο 1930-1935 η εξωτερική πολιτική του παρουσιάστηκε πιο συνεπής. Ο Ιταλός δικτάτορας προσπάθησε να αυξήσει το κύρος του και να καταστεί ρυθμιστικός παράγοντας στην Ευρώπη. Η ιδέα ήταν να φέρει τα δύο παλιά στρατόπεδα ξανά απέναντι με την προσδοκία ότι οι δυτικές δυνάμεις μπροστά στη γερμανική απειλή θα είχαν ανάγκη την Ιταλία, τόση ώστε να της δώσουν ότι επιθυμούσε. Γρήγορα βέβαια έγινε φανερό πως η ναζιστική Γερμανία απειλούσε τα ιταλικά συμφέροντα στην Αυστρία, την οποία ο Mussolini αντιμετώπιζε ως χώρα δορυφόρο. Στο πλαίσιο αυτό, η δολοφονία του αυστριακού Καγκελαρίου Engelbert Dollfuss, έφερε μια προσωρινή προσέγγιση με τη Γαλλία. Τον Απρίλιο του 1935 η Ιταλία φιλοξένησε στη Στρέζα διάσκεψη με τη συμμετοχή της Γαλλίας και της Βρετανίας, στην οποία καταδικάστηκε ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας και βεβαιώθηκε εκ νέου η προσήλωση στην ΚτΕ και τις συμφωνίες του Λοκάρνο.
Θεωρώντας πως έχει εξασφαλίσει την ανοχή των δυτικών, ο Duce θεώρησε πως είχε έρθει η ώρα για την επέκταση στην Αφρική και συγκεκριμένα την Αβησσυνία(Αιθιοπία). Χωρίς να ενδιαφέρεται για ειρηνική διευθέτηση και αγνοώντας τις βρετανικές προτάσεις για μερική ικανοποίηση των εδαφικών αξιώσεων, η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία τον Οκτώβριο του 1935. Ο Mussolini επεδίωκε να στρέψει την προσοχή σε μια μεγάλη νίκη στο εξωτερικό μακριά από την ασθμαίνουσα ιταλική οικονομία, να <<ξεπλύνει>> τη ντροπή από την ήττα στην Άδουα το 1896 αλλά και να αποτρέψει τον Hitler από οποιαδήποτε παρέμβαση στην Αυστρία. Φαίνεται πως δε μπορούσε να διακρίνει πως κάθε κίνηση έκανε τον εναγκαλισμό του με τη Γερμανία όλο και πιο σφιχτό.
Παρά τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν, η Ιταλία κατέλαβε τη χώρα, καθώς εξαιρέθηκαν βασικά προϊόντα(πετρέλαιο, γαιάνθρακες, χάλυβας), ενώ και η Βρετανία δεν έκλεισε τη διώρυγα του Σουέζ. Μετά από σκληρές μάχες η Αβησσυνία προσαρτήθηκε στο ιταλικό στέμμα τον Μάιο του 1936, ενώ τον προηγούμενο Νοέμβριο είχε γίνει χρήση δηλητηριωδών αερίων από τον στρατηγό Badoglio. Η εγκατάλειψη της πολιτικής των κυρώσεων από την ΚτΕ τον Ιούλιο του 1936, σήμανε και την <<αποχώρηση>> της από τα διεθνή τεκταινόμενα.
Την ίδια περίοδο παρατηρείται και η αλλαγή της στάσης απέναντι στον Hitler. Ευκαιρία για την ενίσχυση των σχέσεων των δύο διδακτόρων υπήρξε ο ισπανικός εμφύλιος. Η Ιταλία συμμετείχε στο δράμα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση με 70-80.000 άνδρες και εκατοντάδες αεροσκάφη, πυροβόλα κλπ. Οι απώλειες ήταν μεγάλες(6000 άνδρες και 14 δισεκατομμύρια λιρέτες), ενώ ο Franco περιορίστηκε να προσφέρει ουδετερότητα μόνο σε περίπτωση σύγκρουσης με άλλη δύναμη και δεν παραχώρησε βάσεις στις Βαλεαρίδες. Ο Hitler βγήκε σαφώς πιο κερδισμένος, καθώς εξασφάλισε προνομιακή πρόσβαση στα ισπανικά ορυχεία σιδήρου.
Η Ιταλία αποξενώθηκε ακόμα περισσότερο, ενώ τον Νοέμβριο του 1937 υπέγραψε το Σύμφωνο κατά της Κομιντέρν που είχαν υπογράψει από ένα χρόνο νωρίτερα η Γερμανία και η Ιαπωνία. Τον επόμενο μήνα η Ρώμη αποχώρησε από την ΚτΕ. Εντούτοις, η πολιτική κατευνασμού των δυτικών δυνάμεων ενίσχυσαν την ψευδαίσθηση στον Mussolini, ότι η χώρα του είχε εξέλθει της διπλωματικής απομόνωσης. Τον Απρίλιο του 1938 η Βρετανία αναγνώρισε την ιταλική κυριαρχία στην Αβησσυνία ενώ στο αποκορύφωμα της τσεχοσλοβακικής κρίσης, οι Βρετανοί παρότρυναν τον Mussolini να αναλάβει τον ρόλο διαμεσολαβητή, με αποτέλεσμα τη Συνδιάσκεψη του Μονάχου και τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας.
Παρόλα αυτά, τα δεδομένα ήταν αρνητικά για την Ιταλία σε όλους τους τομείς, ενώ και η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκε ξεκάθαρα στη Γερμανία. Τον Μάιο του 1939 θα υπογραφεί το <<χαλύβδινο σύμφωνο>> μεταξύ των δύο χωρών, με τον Mussolini να θεωρεί πως ο Hitler δεν σκόπευε να διεξαγάγει πόλεμο για τα επόμενα τρία χρόνια. Η πορεία των πραγμάτων φανέρωσε την στρατιωτική αδυναμία της Ιταλίας αλλά και την πλήρη εξάρτηση της από τη Γερμανία.
Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Ο Hitler είχε κάνει γνωστές τις αντιλήψεις του για την εξωτερική πολιτική μέσω του Mein Kampf. Αν και δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο οι θέσεις αυτές αποτέλεσαν άξονα της πολιτικής του, αυτό που είναι σαφές είναι ότι ως έναν βαθμό εξέφραζε απόψεις και θέσεις γνωστές στη Γερμανία και τους προκατόχους του.
Οι βλέψεις του Hitler ξεπερνούσαν τα όρια της Γερμανίας του Bismarck. Θεωρούσε πως έπρεπε να επιστραφούν στη Γερμανία όλα τα εδάφη που παραχωρήθηκαν σε Πολωνία, Λιθουανία και Γαλλία. Όσον αφορά την τελευταία, αναγνώριζε πως η Αλσατία και η Λωραίνη δε μπορούσαν να προσαρτηθούν ειρηνικά, άρα αποδεχόταν και την προοπτική του πολέμου με το Παρίσι. Σε αντίθεση με τον Bismarck, υιοθετούσε το όραμα του Παγγερμανισμού, κάτι που περιελάμβανε και την προσάρτηση(Anschluss) της Αυστρίας.
Την ίδια στιγμή οι στόχοι του ξεπερνούσαν και τα όρια του Παγγερμανισμού. Υποστήριξε τη θεωρία του <<ζωτικού χώρου>> (Lebensraum), απορρίπτοντας την κατοχή αποικιών που μπορούν να αποκοπούν εύκολα από τη μητρόπολη. Άλλωστε μια τέτοια επιδίωξη θα έφερνε το Reich σε σύγκρουση με τη Βρετανία, το ολέθριο λάθος του Kaiser. Το γεγονός αυτό τον έκανε να στραφεί στην ανατολή και τη Ρωσία.
Αν και υπήρχαν κοινά στοιχεία με την περίοδο και πολιτική του Stresemann, που κάποιες φορές μπορεί να είναι παραπλανητικές, ο Hitler πλησίαζε σε αρκετό βαθμό τις αντιλήψεις της αυτοκρατορικής Γερμανίας ως προς τους εδαφικούς στόχους αλλά και τις ρατσιστικές αντιλήψεις, ως προέκταση του κοινωνικού δαρβινισμού. Ο Fuhrer βεβαίως ασπαζόταν και εφάρμοσε την ακραία ρατσιστική του κοσμοθεωρία, αλλά σε επίπεδο πολιτικής διακρίνεται εύκολα μια συνέχεια ανάμεσα σε Kaiser και Hitler.
Αρχικά, ο δικτάτορας δεν επεδίωξε τον πόλεμο αλλά κινήθηκε προσεκτικά ενόσω υλοποιούσε τον πρώτο του στόχο, τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας. Διατήρησε τους περισσότερους διπλωμάτες και βασίστηκε σε διπλωμάτες καριέρας όπως ο υπουργός εξωτερικών βαρώνος von Neurath(1932-1938), και διατήρησε την ηγεσία του στρατού. Έδωσε έτσι την εντύπωση συνέχειας, καθησυχάζοντας τους ανήσυχους και αυξάνοντας την ευπρέπεια του καθεστώτος.
Ο ηγέτης του Reich εμφανίστηκε μετριοπαθής όταν τον Ιούνιο του 1933 δεσμεύτηκε να εργαστεί με τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία στα πλαίσια της ΚτΕ κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης για τον αφοπλισμό. Αυτή ήταν ειρωνικά, η ευκαιρία για την προώθηση του επανεξοπλισμού. Τον Οκτώβριο του 1933 ανακοίνωσε την αποχώρηση της Γερμανίας από τη συνδιάσκεψη.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα των εθνικοσοσιαλιστών στην Αυστρία τον Ιούλιο του 1934, απείλησε τη Γερμανία με διεθνή απομόνωση καθώς έστω και παροδικά ο Mussolini προσέγγισε τις δυτικές δυνάμεις. Τον Μάρτιο του 1935 ο Hitler διακήρυξε ότι δεν δεσμεύεται από τις απαγορευτικές διατάξεις της συνθήκης των Βερσαλλιών κι επανέφερε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, και οι δυτικοί απάντησαν με το σύμφωνο της Στρέζα.
Λίγο αργότερα, εκμεταλλευόμενος τα αντικρουόμενα δυτικά συμφέροντα, διέσπασε το αντι-γερμανικό μέτωπο με την σύναψη ναυτικού συμφώνου με τη Βρετανία τον Ιούνιο, ενώ η ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία του έδωσε την ευκαιρία να διατάξει την είσοδο γερμανικών στρατευμάτων στη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936, παραβιάζοντας το κείμενο των Βερσαλλιών.
Η Αβησσυνία και ο ισπανικός εμφύλιος συνετέλεσαν στη δημιουργία του άξονα Ρώμης-Βερολίνου. Στόχος του Hitler ήταν η περικύκλωση της Γαλλίας με φασιστικά ή φιλοφασιστικά καθεστώτα. Τον Νοέμβριο του 1936 υπέγραψε με την Ιαπωνία το Σύμφωνο Άντι-Κομιντέρν με ξεκάθαρη στόχευση την Σοβιετική Ένωση, ενώ το ίδιο έτος τέθηκε σε εφαρμογή το Τετραετές Σχέδιο για συνδυασμό του στρατιωτικού και οικονομικού επανεξοπλισμού με γενικότερη κινητοποίηση. Η αυτάρκεια της Γερμανίας ήταν ο σκοπός με παράλληλη διείσδυση σε Βαλκάνια και τη Λατινική Αμερική.
Η αδηφάγος πολεμική μηχανή του Reich και ο υπερτριπλασιασμός των αμυντικών δαπανών απείλησαν να βυθίσουν σε νέα ύφεση τη γερμανική οικονομία. Αρκετοί αποδίδουν την εκδήλωση της επιθετικότητας του Hitler μετά το 1938 στην <<τρομερή λογική της γερμανικής οικονομικής ανάπτυξης κάτω από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς>>. Στα τέλη του 1937 άλλωστε, ο Hitler ένιωσε ότι ήρθε η ώρα να εγκαινιάσει μια πιο επιθετική πολιτική.
Σε συνάντησή του με τους υπουργούς Στρατιωτικών και Εξωτερικών αλλά και τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων στις 5 Νοεμβρίου, εξήγησε πως η Γερμανία όφειλε να επεκταθεί ακόμα και με τη βία, όσο την ευνοούσε η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη, κάτι που ο Fuhrer δεν προέβλεπε ότι θα ίσχυε μετά το πέρας της περιόδου 1943-1945. Ακούστηκαν αρκετές επιφυλάξεις, ενώ οι συντηρητικοί κύκλοι που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην άνοδο του άρχισαν να επεξεργάζονται την ανατροπή του. Σε απάντηση, στις αρχές του 1938 αντικαταστάθηκε η στρατιωτική και διπλωματική ηγεσία της χώρας, ενώ με την ανάθεση του υπουργείου Εξωτερικών στον von Ribbentrop, οι επαγγελματίες διπλωμάτες έχασαν κάθε δυνατότητα επίδρασης στην εξωτερική πολιτική της χώρας.
Με την προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) στις 13 Μαρτίου 1938, ο Hitler πραγματοποίησε το παγγερμανικό του όραμα. Το Reich είχε παραβιάσει για ακόμα μια φορά ρητή απαγόρευση των Βερσαλλιών με μόνη αντίδραση τις διαμαρτυρίες των δυτικών δυνάμεων.
Επόμενος στόχος ήταν η Τσεχοσλοβακία. Η Πράγα είχε επιδείξει ικανοποιητική στάση απέναντι στη γερμανική μειονότητα, ωστόσο με την παρότρυνση του Hitler, το φιλοναζιστικό κόμμα του Konrad Henlein που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των Σουδητών απαίτησε την άνοιξη του 1938 την παραχώρηση πλήρους αυτονομίας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου κι ενώ όλες οι απαιτήσεις του είχαν ικανοποιηθεί, ο Henlein αποχώρησε από τις διαπραγματεύσεις. Στις 15 του ίδιου μήνα ο Βρετανός πρωθυπουργός Neville Chamberlain έσπευσε να συναντήσει τον Hitler στην εξοχική του κατοικία στο Berchtesgaden. Μετά την συνάντηση που περιγράφηκε ως << μία από τις πιο δραματικές αλλά και πιο θλιβερές στη σύγχρονη ιστορία>> οι πρωθυπουργοί Chamberlain και Daladier που είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να εμπλακούν σε πόλεμο πίεσαν την Τσεχοσλοβακία να προβεί σε παραχωρήσεις. Ο Τσέχος πρωθυπουργός παραιτήθηκε αλλά το σχέδιο των δυτικών προκρίθηκε.
Σε νέα συνάντηση με τον Chamberlain στο Godesberg στις 22-23 Σεπτεμβρίου, ο Fuhrer απαίτησε την προσάρτηση όλων των γερμανόφωνων περιοχών με όριο την 1η Οκτωβρίου, δηλώνοντας παράλληλα πως αυτή είναι η τελευταία διεκδίκηση του στην Ευρώπη. Όλα αυτά οδήγησαν στην περίφημη συμφωνία του Μονάχου στις 29 του μήνα. Εκεί οι Chamberlain και Daladier έδωσαν στον Hitler αυτό που ζητούσε θυσιάζοντας με μεγάλο κυνισμό μια μικρή χώρα. Αξίζει να σημειωθεί πως η μόνη χώρα που είχε προθυμοποιηθεί να στηρίξει την Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ένωση, είχε αποκλειστεί από τον κύκλο των διαπραγματεύσεων. Άλλωστε ο φόβος του Κομμουνισμού ήταν ισχυρότερος από εκείνο του ναζισμού.
Η συμφωνία του Μονάχου αποτελεί αναμφίβολα θρίαμβο της πολιτικής του Hitler, ο οποίος συνέχιζε το σχέδιο του, κρατώντας τους πάντες ικανοποιημένους. Ο Mussolini παρίστανε τον διαιτητή της Ευρώπης, και οι δυτικοί βυθισμένοι στην πλάνη του κατευνασμού πανηγύριζαν για την αποτροπή ενός νέου πολέμου.
Τον Μάρτιο του 1939, <<νεκρώνοντας>> την προαναφερθείσα συμφωνία, ο Hitler <<γκρέμισε>> τις παραισθήσεις του Chamberlain. Οι διεκδικήσεις του Hitler δεν είχαν όριο. Η αυτοδιάθεση ήταν απλώς ένα πρόσχημα και όχι η άσκηση ενός δικαιώματος όπως πίστευε ο Βρετανός πρωθυπουργός. Ο πλήρης διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας και η προσάρτηση εδαφών που δεν κατοικούνταν από Γερμανούς, αποκαλύφθηκε στην πλήρη έκταση της η αυταπάτη πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πολιτική του κατευνασμού.
Σειρά είχε η Πολωνία. Ο δικτάτορας απαίτησε την επιστροφή του Ντάντσιχ στους Γερμανούς κάτι που δεν έγινε δεκτό. Οι εγγυήσεις Βρετανών και Γάλλων στα τέλη Μαρτίου δεν αποθάρρυναν το Reich. Το πρόσφατο παρελθόν είχε δείξει πως οι δυτικές δυνάμεις δεν θα έφθαναν μέχρι τον πόλεμο. Ο Hitler υπέγραψε στις 23 Μαΐου σύμφωνο συμμαχίας με την Ιταλία και την επόμενη μέρα έδωσε εντολή καταρτισμού σχεδίου επίθεσης εναντίον της Πολωνίας. Στις 23 Αυγούστου 1939 υπογράφηκε το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Σοβιετική Ένωση, κορυφαίο δείγμα της καιροσκοπικής πολιτική του ναζιστικού καθεστώτος.
Η Πολωνία βρέθηκε πλήρως απομονωμένη. Οι δυτικές εγγυήσεις ήταν κενό γράμμα. Ο Hitler ήλπιζε πως θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με τη Βρετανία αν παρουσιαζόταν πως διαπραγματεύεται με τη Βαρσοβία. Έχοντας φροντίσει να σκηνοθετήσει επεισόδια πολωνικής επιθετικότητας και χωρίς την επίδοση τελεσιγράφου, το Βερολίνο επιτέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 1939. Τα <<πιόνια>> στην σκακιέρα είχαν λάβει τη θέση τους.
ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Σοβιετική Ένωση δεν ανήκει προφανώς στην ίδια κατηγορία με τις δύο προαναφερθείσες δυνάμεις, γίνεται ωστόσο λόγος για αυτήν πριν τις δυτικές δημοκρατίες καθώς δεν φαίνεται να αντιμετώπιζε τα ίδια διλήμματα με εκείνες, και σαφώς δεν <<έβλεπε>> τον κόσμο από το ίδιο πρίσμα. Όταν ο Στάλιν επικρατεί οριστικά στον αγώνα για διαδοχή του Λένιν το 1929, η διεθνής θέση της Σοβιετικής Ένωσης είναι σαφώς βελτιωμένη σε σύγκριση με τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Η χώρα είχε αναγνωρισθεί διπλωματικά από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ήδη από το 1924, ενώ το 1926 είχε ανανεωθεί το σύμφωνο με τη Γερμανία. Ταυτόχρονα, είχαν πολλαπλασιαστεί οι εμπορικές σχέσεις με το εξωτερικό.
Η πολιτική που ακολούθησε ο Στάλιν επιδέχεται ερμηνειών. Αν και αναφερόταν συχνά στην ανάγκη να επωφεληθεί η ΕΣΣΔ όταν ξεσπάσει η επόμενη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με την πολιτική της οικοδόμησης του <<σοσιαλισμού σε μία χώρα>> οι ιδεολογικοί στόχοι του κινήματος <<επισκιάζονταν>> από τα κρατικά συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης, άμεσα ή μη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Κίνα- υπό το έλεος των εθνικιστών από το 1928- αλλά και το κύμα επιθέσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς εναντίον των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη. Ο ηγέτης της ΕΣΣΔ απέτρεψε μάλιστα τους κομμουνιστές ηγέτες στη Γερμανία από ενδεχόμενη συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες εναντίον των ναζί, υποτιμώντας ενδεχομένως τον κίνδυνο που προερχόταν από την ακροδεξιά.
Μέχρι το 1934-1935 όμως, ο <<χαλύβδινος>> ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης είχε αντιληφθεί το μέγεθος της απειλής που προέβαλαν ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός. Επιδίωξε τη βελτίωση των σχέσεων με τις δημοκρατίες στη Δύση και εργάστηκε προς την ένταξη της χώρας του στην ΚτΕ. Το 1935 στα πλαίσια του 7ου Συνεδρίου της Κομιντέρν στη Μόσχα. <<έσμπρωξε>> τα κομμουνιστικά κόμματα να συνεργαστούν με τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και όλες τις δυνάμεις που ήταν αντίθετες προς τον φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία των <<Λαϊκών Μετώπων>> τα οποία σημείωσαν επιτυχίες σε Ισπανία και Γαλλία.
Την επομένη της ανακοίνωσης του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, προχώρησε στην υπογραφή συμφώνων αμοιβαίας βοήθειας με τη Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία. Το 1936 η Σοβιετική Ένωση υπήρξε η μόνη δύναμη που έστειλε ουσιώδη βοήθεια στη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας, με την οργάνωση των <<διεθνών ταξιαρχιών>>. Σύμφωνα με μία άποψη, η κίνηση αυτή είχε ως στόχο να καταστήσει την νόμιμη κυβέρνηση ικανή να αντέξει τόσο, ώστε ο ισπανικός εμφύλιος να μετατραπεί σε ευρωπαϊκό πόλεμο, οπότε και η μεγάλη Βρετανία μαζί με τη Γαλλία, θα συντάσσονταν με τη Σοβιετική Ένωση στη μάχη εναντίον του φασισμού. Το γεγονός βεβαίως παραμένει.
Την άνοιξη του 1938, με την εκδήλωση των κατακτητικών τάσεων του Reich σε βάρος της Τσεχοσλοβακίας, ο Στάλιν προθυμοποιήθηκε να στηρίξει τις δυτικές δυνάμεις, εφόσον λάμβαναν την απόφαση να απαντήσουν στην επιθετικότητα του Βερολίνου, κάτι που όπως είδαμε παραπάνω δε συνέβη. Ο Στάλιν κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι δυτικοί είχαν αποδειχθεί αναξιόπιστοι σύμμαχοι. Την ίδια στιγμή καλλιεργήθηκε μέσα του η εντύπωση πως ίσως επεδίωκαν να στρέψουν τον Hitler εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αποφάσισε λοιπόν να διευρύνει τις πιθανές επιλογές του.
Την επόμενη άνοιξη με την είσοδο των Γερμανών στην Πράγα, και τη φαινομενική αφύπνιση των δυτικών, ο υπουργός Εξωτερικών Μαξίμ Λιτβίνοφ πρότεινε σε Λονδίνο και Παρίσι τη σύναψη τριμερούς πολιτικής και στρατιωτικής συμφωνίας. Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Οι Αγγλογάλλοι δυσπιστούσαν για τις προθέσεις των Σοβιετικών έναντι των γειτόνων τους, γεγονός που δεν τους απασχόλησε ιδιαίτερα όταν αποφάσιζαν τον διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας. Όταν ο νέος υπουργός Εξωτερικών Βιάτσεσλαβ Μόλοτοφ πρότεινε την έναρξη συνομιλιών για τη σύναψη στρατιωτικής συμφωνίας, οι δυτικοί απέστειλαν στη Μόσχα αντιπροσωπείες χαμηλού επιπέδου και μάλιστα με το πλοίο της γραμμής!
Αυτή η κίνηση ενίσχυσε τις καχυποψίες του Στάλιν και τον οδήγησε σε βολιδοσκόπηση του Βερολίνου. Τον Αύγουστο του 1939 ο Hitler επέδειξε ξαφνικό ενδιαφέρον για προσέγγιση με τη Μόσχα, ενόψει και της σχεδιαζόμενης εισβολής στην Πολωνία. Η Μόσχα ζητούσε επιτακτικά να λάβει απάντηση στην ερώτηση αν θα μπορούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα να εισέλθουν σε πολωνικό ή ρουμανικό έδαφος σε περίπτωση κρίσης. Απάντηση δεν υπήρξε. Ταυτόχρονα, η σοβιετοϊαπωνική αναμέτρηση είχε λάβει διαστάσεις ακήρυχτου πολέμου. Ο Στάλιν είχε επομένως έναν επιπλέον λόγο να συγκατατεθεί όταν στις 21 Αυγούστου, ο Hitler με προσωπική παρέμβαση ζήτησε να γίνει δεκτός ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών στη Μόσχα. Ο Ribbentrop αφίχθη στη ρωσική πρωτεύουσα δύο μέρες αργότερα και συνυπέγραψε με τον Molotov το σύμφωνο μη επίθεσης και αμοιβαίας ουδετερότητας, συμφωνία που χαρακτηρίστηκε ως ο <<πιο κυνικός ελιγμός στην ιστορία της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής>>. Με μυστικό πρωτόκολλο η ανατολική Πολωνία, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λεττονία και η Βεσσαραβία-ρουμανικό έδαφος- αναγνωρίστηκαν ως σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πολιτική της Σοβιετικής Ένωσης στον Μεσοπόλεμο χαρακτηρίζεται από καιροσκοπισμό, τακτική προσκόλληση σε σημείο εμμονής- κυρίως λόγω του χαρακτήρα του Στάλιν- αλλά και ελαστικότητα. Η στάση των δυτικών δυνάμεων συνηγόρησε στο να αντιληφθεί καθυστερημένα ο ηγέτης της ΕΣΣΔ τον πραγματικό κίνδυνο, καθώς οι πρώτοι απέφυγαν την συνεργασία με την τελευταία όσο ήταν δυνατόν. Από την άλλη μεριά ο Hitler φάνηκε πρόθυμος να <<περάσει στην άλλη πλευρά>> και να δώσει μερίδιο από τη <<λεία>>. Ο Stalin θεώρησε πως η εξάλειψη έστω και προσωρινή, της γερμανικής πίεσης ήταν κάτι το επωφελές, εν μέσω της αναμέτρησης με την Ιαπωνία. Εν τέλει, εξασφάλισε κάτι λιγότερο από δύο χρόνια ειρήνης, τα οποία δεν εκμεταλλεύτηκε στον τομέα της άμυνας. Τον Ιούνιο του 1941, η Γερμανία υπερείχε αισθητά στον στρατιωτικό τομέα της Σοβιετικής Ένωσης, όπως έδειξε η αρχική θεαματική επιτυχία της επιχείρησης Barbarossa.
Οι δυτικές δημοκρατίες και η πολιτική του κατευνασμού
Μετά τον Διακανονισμό της Ειρήνης το 1919, κατέστη φανερό πως μονάχα η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία ενδιαφέρονταν ουσιαστικά για την διαφύλαξή του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από την Ευρώπη, ενώ Γερμανία και ΕΣΣΔ για διαφορετικούς λόγους η καθεμία επιθυμούσαν την αναθεώρηση του status quo. Σε αυτή την κατηγορία σύντομα εισήλθαν η φασιστική Ιταλία και η μιλιταριστική Ιαπωνία. Στις αρχές του 1930, η υπεροχή των νικητών του 1918 είχε εξανεμιστεί, ενώ ένα νέο στρατόπεδο που απειλούσε να ανατρέψει την Ειρήνη είχε ήδη αναδυθεί.
Η Γαλλία η οποία τοποθετούσε τα ζωτικά της συμφέροντα στην ηπειρωτική Ευρώπη, υπήρξε αρκετά δραστήρια κατά τον Μεσοπόλεμο, με γνώμονα την ασφάλεια της απέναντι στη Γερμανία. Η αρχική προσπάθεια για την αποτροπή της αναβίωσης της Γερμανικής απειλής «έπεσαν στο κενό» καθώς ΗΠΑ και Βρετανία απέφυγαν να δεσμευτούν για το μέλλον. Το Παρίσι στράφηκε στα διάδοχα κράτη της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και αποπειράθηκε να δημιουργήσει ένα πλέγμα συμμαχιών μαζί τους ως στήριγμα, από κοινού με την πληθώρα συμφώνων της εποχής Λοκάρνο.
Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορούσαν αυτά τα μέτρα να αποτελέσουν αποτελεσματικό αντιστάθμισμα. Η αξία των συμμαχιών με την Πολωνία και τις χώρες της «Μικρής Συνεννόησης» υπονομευόταν από τις μεταξύ τους διαφορές, γεγονός που αμβλυνόταν από τις αδυναμίες των συμφώνων του Λοκάρνο.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Γαλλία υιοθέτησε μια αμυντική πολιτική με την κατασκευή της γραμμής Maginot στα σύνορα με τη Γερμανία. Η εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διδάξει πως η χώρα έπρεπε να είναι έτοιμη για έναν μακρύ στατικό πόλεμο φθοράς και όχι για ταχείες επιθετικές ενέργειες. Αυτό το δόγμα προκάλεσε σοβαρές αμφιβολίες για την ικανότητα της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Καθώς προχωρούσε η δεκαετία του 1930, ελέω και της Μεγάλης Κρίσης, όλα τα δεδομένα οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά, εξελίσσονταν αρνητικά για το Παρίσι. Οι γαλλικές κυβερνήσεις άρχισαν να θεωρούν τη βρετανική βοήθεια σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης απολύτως ζωτικής σημασίας. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια η γαλλική πολιτική έναντι των δικτατόρων να εξαρτάται από την προθυμία ή μη των Βρετανών να συμπράξουν.
Η Βρετανία ήταν πράγματι η μοναδική δύναμη που μπορούσε να συνδράμει. Το Λονδίνο όμως είχε στραμμένη την προσοχή του στην ασφάλεια και σταθερότητα της Αυτοκρατορίας αλλά και την αναβίωση του εμπορίου. Ο πρώτος στόχος απορροφούσε τον μεγάλο όγκο των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να μένουν ελάχιστες για την Ευρώπη. Άλλωστε μέχρι το 1931 οι αυτοδιοικούμενες κτήσεις της Αυτοκρατορίας είχαν καταστεί ουσιαστικά ανεξάρτητες και ήταν φυσικά απρόθυμες να στηρίξουν μια δραστήρια ευρωπαϊκή πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, τα βρετανικά συμφέροντα προϋπέθεταν μια Ευρώπη ειρηνική και ευημερούσα. Αυτό σήμαινε ότι ο κυριότερος πελάτης του Λονδίνου πριν τον πόλεμο Γερμανία, έπρεπε να είναι ικανοποιημένη παρά τον κίνδυνο αναβίωσης της γερμανικής ισχύος και της ανατροπής της Ειρήνης. Στο πλαίσιο αυτό, πολλοί στη Βρετανία δέχονταν πως στις Βερσαλλίες είχαν διαπραχθεί αδικίες που θα έπρεπε να επανορθωθούν. Με την συστηματική άρνηση της Αγγλίας να δεσμευτεί για την ασφάλεια των κρατών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, υπονομευόταν έστω και αθέλητα η πολιτική συμμαχιών της Γαλλίας. Με άλλα λόγια η Γαλλία αγωνιζόταν για την ανάσχεση της Γερμανίας και την πιστή εφαρμογή των συνθηκών, ενώ η Βρετανία για τη συμφιλίωση της χώρας αυτής και την αναθεώρηση ορισμένων όρων των συνθηκών, ανεξαρτήτως των συνεπειών αυτής της πολιτικής για τις χώρες της Ανατολής.
Πριν ακόμα ανέλθει στην εξουσία ο Hitler η Βρετανία αντιμετώπιζε ένα οξύτατο στρατηγικό και οικονομικό δίλημμα. Η ανάδυση της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό με την εισβολή στη Μαντζουρία το 1931 έκανε εμφανές το ενδεχόμενο ενός διμέτωπου αγώνα, σε Ευρώπη και Άπω Ανατολή. Με την αιθιοπική κρίση των ετών 1935-1936, προστέθηκε ο κίνδυνος σύγκρουσης στη Μεσόγειο. Ενώ όλα αυτά συνέβαιναν, οι εκτιμήσεις για την αμυντική κατάσταση της Αυτοκρατορίας ήταν κάθε άλλο παρά αισιόδοξες. Θεωρήθηκε επομένως σκόπιμη η επιδίωξη κάποιας συνδιαλλαγής με τους εν δυνάμει αντιπάλους, γεγονός βέβαια που αποθράσυνε τους τελευταίους.
Η Γαλλία μπορούσε να εκτιμήσει καλύτερα την απειλή της Γερμανίας. Επιδίωξε την προσέγγιση με την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση. Με αφορμή την καταπάτηση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τη ναζιστική Γερμανία, υπογράφηκε τον Μάιο του 1935 Συνθήκη Άμυνας μεταξύ Γαλλίας και Σοβιετικής Ένωσης και έναν μήνα νωρίτερα τον Απρίλιο, δημιουργήθηκε με την Ιταλία και τη Βρετανία το λεγόμενο μέτωπο της Στρέζα, το οποίο υπήρξε ωστόσο διακήρυξη αρχών και όχι συμμαχία.
Το αντι-γερμανικό μέτωπο αποδείχτηκε προσωρινό, καθώς υπονομεύτηκε πρωτίστως από το Λονδίνο, το οποίο τον Ιούνιο του ίδιου έτους σύνηψε με το Βερολίνο ναυτική συμφωνία. Το σύμφωνο αυτό δεν έλαβε υπόψιν του τις αντιρρήσεις Γαλλίας και Ιταλίας. Παρά τις προσπάθειες Βρετανίας και Γαλλίας να διατηρήσουν την καλή θέληση του Mussolini στην κρίση της Αβησσυνίας, το σχέδιο Hoare-Laval απέτυχε. Τελικώς, οι δυτικοί σύμμαχοι αποκόμισαν την εχθρότητα του Ιταλού δικτάτορα, χωρίς να σώσουν την Αβησσυνία.
Η πολιτική του κατευνασμού
Η πολιτική του κατευνασμού υπήρξε κατά κανόνα βρετανική πρωτοβουλία και άρχισε να διαφαίνεται πριν το τέλος του 1935. Η πολιτική αυτή βασιζόταν σε δύο εσφαλμένες εκτιμήσεις: πρώτον ότι στον στρατιωτικό τομέα οι δυτικοί μειονεκτούσαν έναντι Ιταλίας και Γερμανίας. Στην πραγματικότητα το 1939, η Γερμανία είχε υπεροπλία μόνο στην αεροπορία, σε μια εποχή βεβαίως που οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί προκαλούσαν φόβους ανάλογους με ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα σήμερα. Μέχρι το 1939 όμως εξέλιπε η διάθεση να τεθούν φραγμούς στα επεκτατικά σχέδια των δικτατόρων. Η δεύτερη παρανόηση έγκειται ακριβώς εδώ. Οι δυτικοί πίστευαν ή ήθελαν να πιστεύουν πως Hitler και Musollini είχαν συγκεκριμένες διεκδικήσεις που περιορίζονταν στην αποκατάσταση των αδικιών στις Βερσαλλίες. Με κάποιες εύλογες παραχωρήσεις λοιπόν, δεν είχαν λόγο να ανατρέψουν το υφιστάμενο status quo. Είναι μάλλον περιττό να αναφερθεί το πόσο απατηλή υπήρξε αυτή η στάση.
Όταν λοιπόν τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Ρηνανία τον Μάρτιο του 1936, η Βρετανία παρουσιάστηκε απρόθυμη να στηρίξει μια δυναμική γαλλική επέμβαση. Ο ισπανικός εμφύλιος χαλύβδωσε την πολιτική του κατευνασμού. Η κυβέρνηση Baldwin δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τους Ισπανούς Δημοκρατικούς και επιθυμούσε διακαώς τον περιορισμό της σύγκρουσης. Η Γαλλία διχασμένη επέλεξε επίσης την μη επέμβαση. Οι δύο χώρες προώθησαν μια διεθνή συμφωνία μη επέμβασης που υπεγράφη από 27 χώρες, ανάμεσα τους την Ιταλία, Γερμανία και Σοβιετική Ένωση.
Φυσικά αυτό δεν πτόησε τα φασιστικά καθεστώτα. Η δημοκρατική κυβέρνηση της Μαδρίτης έμεινε να αντιστέκεται, πλήρως εξαρτημένη από τη Μόσχα για την επιβίωση της. Η αποφασιστική συμβολή Γερμανίας και Ιταλίας οδήγησε στην κατάληψη της Μαδρίτης από τους φασίστες του Φράνκο στα τέλη Μαρτίου του 1939.
Από τον Μάιο του 1937, επικεφαλής της Βρετανίας ήταν ο Neville Chamberlain, ο οποίος είχε ελάχιστη πείρα σε διεθνείς υποθέσεις προτού αναλάβει την πρωθυπουργία. Ο Βρετανός επιδίωξε μια επίσημη συμφωνία με τη Ρώμη κρατώντας ανοιχτούς διαύλους με το Βερολίνο. Για να αποφύγει την εχθρότητα της Ιταλίας, «προσέφερε» τον Απρίλιο του 1938 αναγνώριση στην προσάρτηση της Αβησσυνίας. Αυτή η ενδοτική στάση δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην προσέγγιση των δικτατόρων, προκάλεσε εντούτοις την παραίτηση του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Anthony Eden. Ο διάδοχος του λόρδος Halifax αποτέλεσε μαζί με τον πρωθυπουργό του, τους κατεξοχήν εκπροσώπους του κατευνασμού.
Η πολιτική αυτή έφθασε στο απόγειο της στα 1938. Η προσάρτηση της Αυστρίας στο Reich τον Μάρτιο του 1938, το περίφημο Anschluss, βρήκε τη Γαλλία παντελώς αδύναμη να αντιδράσει ελέω εσωτερικής κυβερνητικής κρίσης. Ο Mussolini δεν είχε διάθεση να διασπάσει τον Άξονα, ενώ ο Chamberlain δεν έβλεπε οτιδήποτε μεμπτό στην ένωση Γερμανών με Γερμανούς, τη στιγμή μάλιστα που δεν υφίσταντο συμβατικούς δεσμούς με την Αυστρία.
Η κατάσταση ήταν διαφορετική στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας που συνδεόταν με συνθήκη συμμαχίας με τη Γαλλία. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με όρους συνθήκης που είχε υπογράψει η Τσεχοσλοβακία με τη Σοβιετική Ένωση τον Μάιο, η τελευταία όφειλε να υπερασπιστεί την πρώτη, αν έπραττε το ίδιο και η Γαλλία.
Η Βρετανική πολιτική υπήρξε εκ νέου καθοριστική. Ο Chamberlain δεν επιθυμούσε εμπλοκή στην ανατολική Ευρώπη, ενώ δυσπιστούσε εξαιρετικά για τις προθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Περισσότερο από οτιδήποτε ωστόσο, ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε ενέργεια θα οδηγούσε τον Hitler να ξεκινήσει πόλεμο. Με δεδομένη τη βρετανική απροθυμία, οι Γάλλοι έπαυσαν να αναφέρονται στις συμβατικές της δεσμεύσεις απέναντι στους Τσεχοσλοβάκους και δεν έδωσαν συνέχεια στην σοβιετική πρόταση στρατιωτικής συνεργασίας Τον Απρίλιο του 1938 ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός Daladier και ο υπουργός Εξωτερικών Bonnet συμφώνησαν με τους Βρετανούς ομολόγους τους ότι η Τσεχοσλοβακία έπρεπε να παραχωρήσει τις γερμανόφωνες επαρχίες στο Reich. (Douglas 1978) Τον Ιούλιο ο Bonnet προειδοποίησε τους Τσέχους ότι η Γαλλία δεν θα πολεμούσε για τη Τσεχοσλοβακία.
Όταν η κρίση της Τσεχοσλοβακίας έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Σεπτέμβριο του 1938, με τις απαιτήσεις του Hitler να αυξάνονται διαρκώς και συγκεκριμένα για την πλήρη αυτοδιάθεση της Γερμανικής μειονότητας των Σουδητών, ο Chamberlain αποφάσισε να συναντήσει τον Fuhrer στο Μόναχο, ασκώντας προσωπική πολιτική. Από την πρώτη τους συνάντηση στις 15 Σεπτεμβρίου, ήταν προφανές πως ήταν διατεθειμένος να δεχθεί το τίμημα που ζητούσε ο Hitler για να αποφύγει τον πόλεμο. Το μέγεθος της πλάνης αποτυπώνεται στα ίδια τα λόγια του « παρά τη σκληρότητα και ασπλαχνία που νόμισα ότι διέκρινα στη φυσιογνωμία του, σχημάτισα την εντύπωση ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο, τον οποίον, όταν έδινε τον λόγο του, θα μπορούσε κανείς να τον εμπιστευθεί».
Φυσικά, ο Hitler εκμεταλλευόταν τη δυτική υποχωρητικότητα και συνέχισε να εγείρει αιτήματα. Αυτό το διαπίστωσε ο Chamberlain στη νέα του συνάντηση με τον Γερμανό δικτάτορα στις 22 Σεπτεμβρίου. Ο πόλεμος ήταν πιο κοντά από ποτέ. Οι Τσέχοι είχαν κηρύξει επιστράτευση, οι Γάλλοι κάλεσαν εφεδρείες και ο Βρετανικός στόλος τέθηκε σε ετοιμότητα. Από το ραδιόφωνο ο Βρετανός Πρωθυπουργός κραύγαζε « Τί τρομερό, εξωφρενικό, απίστευτο, να πρέπει να σκάβουμε χαρακώματα και να δοκιμάζουμε αντιασφυξιογόνες μάσκες εδώ εξαιτίας μιας φιλονικίας σε μια μακρινή χώρα ανάμεσα σε λαούς για τους οποίους δεν γνωρίζουμε τίποτε».
Το αποτέλεσμα υπήρξε φυσικά η αποτρόπαια συμφωνία του Μονάχου για τον ακρωτηριασμό της Τσεχοσλοβακίας στις 28-29 Σεπτεμβρίου του 1938. Οι πρωθυπουργοί Βρετανίας και Γαλλίας έγιναν δεκτοί από αλαλάζοντα πλήθη, ενώ ο Chamberlain ανέμιζε το κείμενο που είχε υπογράψει με τον Hitler δηλώνοντας το περίφημο «This means peace in our time», στο αποκορύφωμα της πλάνης και της εθελοτυφλίας του ιδίου αλλά και της πολιτικής του.
Οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν απεμπολήσει το συλλογικό σύστημα ασφαλείας που είχαν επαγγελθεί. Σε λιγότερους από έξι μήνες οι αυταπάτες τους θα κατέρρεαν με κρότο. Στις 15 Μαρτίου, τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στην Πράγα και η Τσεχοσλοβακία έπαψε να υφίσταται ως χώρα. Η πολιτική των Αγγλογάλλων είχε παταγωδώς αποτύχει.
Η Βρετανία τερμάτισε-με πολλούς δισταγμούς- την πολιτική της μη δέσμευσης στην Ανατολική Ευρώπη και στα τέλη Μαρτίου, από κοινού με τη Γαλλία έδωσε μονομερείς εγγυήσεις στην Πολωνία, και τον Απρίλιο σε Ρουμανία και Ελλάδα. Τον Μάιο οι δύο δυνάμεις σύνηψαν συνθήκη συμμαχίας με την Τουρκία, ενώ ενέτειναν τα προγράμματα επανεξοπλισμού και αύξησαν τις επαφές των επιτελείων τους.
Φυσικά, για γεωγραφικούς λόγους οι εγγυήσεις σε Πολωνία και Ρουμανία δεν είχαν κανένα αντίκρυσμα χωρίς τη τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Ο φόβος των δυτικών για τη Μόσχα ήταν ίσως μεγαλύτερος από τον φόβο που ενέπνεε το Τρίτο Ράιχ. (Pasture 2015) Δεν συναινούσαν με κανέναν τρόπο λοιπόν στη διέλευση σοβιετικών στρατευμάτων από το έδαφος των χωρών αυτών. Οι Γάλλοι ήταν πιο θετικοί σε ενδεχόμενη συνεργασία με την ΕΣΣΔ, η βρετανική κυβέρνηση όμως δεν έδειχνε καμία τέτοια διάθεση. Η υπερβολική παράταση των συνομιλιών που ξεκίνησαν με σοβιετική πρωτοβουλία, ενίσχυσαν την δυσπιστία του Στάλιν, και έδωσαν την ευκαιρία στον Hitler να «κλείσει» πρώτος μια συμφωνία με τη Μόσχα.
Η πολιτική των ΗΠΑ
Η παρουσία του αμερικανικού παράγοντα στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα αισθητή στον οικονομικό τομέα πριν την άνοδο του Roosevelt στην εξουσία το 1933. Με εξαίρεση το σύμφωνο Kellog-Briand, οι επαφές ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού είχαν χαρακτήρα ρουτίνας. Οι σχέσεις με την Αγγλία και τη Γαλλία είχαν επιβαρυνθεί από την στείρα στην πραγματικότητα εμμονή της Ουάσιγκτον στην εξόφληση των συμμαχικών χρεών. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα μετά το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρίσης που μείωσε την όρεξη των Ευρωπαίων να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές δεσμεύσεις τους.
Τα παραπάνω ενίσχυσαν την τάση απομονωτισμού στο Κογκρέσο και την κοινή γνώμη. Η έλευση Roosevelt έκανε τις ΗΠΑ ακόμα πιο εσωστρεφείς. Ο νέος Πρόεδρος εγκατέλειψε οποιαδήποτε σκέψη για αμερικανική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή κρίση, στην οποία οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι αποτελούσαν μάλλον παρατηρητές παρά άμεσους παράγοντες. Επιθυμούσε να στραφεί στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας και δεν έδειχνε διάθεση να διαγράψει τα πολεμικά χρέη των συμμάχων, οι οποίοι τελικά ανέστειλαν τις πληρωμές τους. Για τους Ευρωπαίους οι Αμερικανοί ήταν εγωιστές και αναξιόπιστοι εταίροι, ενώ αντιστρόφως, για τους Αμερικανούς οι Ευρωπαίοι είχαν αποδειχθεί αφερέγγυοι. Το 1934, το κογκρέσο ενέκρινε νόμο που απαγόρευε τη χορήγηση δανείων σε χώρες που είχαν απεμπολήσει τα πολεμικά τους χρέη.
Στην δεκαετία του 1930 οι δυτικοί απέτυχαν να αναλάβουν συντονισμένη δράση απέναντι στις ολοένα αυξανόμενες προκλήσεις φασισμού, ναζισμού και μιλιταρισμού. Ο ανταγωνισμός στον Ειρηνικό ξεκίνησε με την ιαπωνική εισβολή και κατάληψη της Μαντζουρίας στα 1931-1933. Στις αλλεπάλληλες ευρωπαϊκές κρίσεις οι ΗΠΑ υιοθέτησαν ουδέτερη στάση, με τους Roosevelt και τον υπουργό Εξωτερικών του Cordell Hull να περιορίζονται σε αοριστολογικές προτάσεις διεθνούς συνεργασίας για την περιφρούρηση της ειρήνης και παραινέσεις σε Γάλλους και Βρετανούς να είναι αποφασιστικοί κατά την Τσεχοσλοβακική κρίση.
Βέβαια, ο Αμερικανός πρόεδρος συνεχάρη τον Chamberlain για τη συμφωνία του Μονάχου. Αμέσως μετά ωστόσο υπέγραψε συμφωνία μετά από μυστικές ναυτικές συνομιλίες με τη Βρετανία τον Απρίλιο του 1939, με την Αμερική να αναλαμβάνει τη μεταφορά του στόλου του Ατλαντικού στον Ειρηνικό για τον περιορισμό της Ιαπωνίας. Οι περιορισμοί της νομοθεσίας περί ουδετερότητας από την άλλη πλευρά κατέστησαν ατελέσφορες τις προσπάθειες του Roosevelt για αύξηση των αμυντικών δαπανών. Στις παραμονές της έκρηξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ήταν καθόλου βέβαιο αν το ανεξάντλητο δυναμικό της Αμερικής θα τίθετο στη διάθεση των συμμάχων εγκαίρως.
Συμπεράσματα
Είναι βέβαιο πως την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου, οι νικήτριες δυνάμεις είχαν να διαχειριστούν έναν νέο κόσμο που και με δική τους ευθύνη ήταν εξαιρετικά πολύπλοκος. Η εμπειρία του πολέμου οδήγησε σε μια συνθήκη ειρήνης που γέννησε τις προϋποθέσεις για την σφοδρότερη και φονικότερη σύρραξη στην ανθρώπινη ιστορία. Άλλωστε η περίφημη ρήση που απέδωσε ο Churchill στον στρατάρχη Ferdinand Foch « Αυτό δεν είναι ειρήνη, είναι εικοσαετής ανακωχή» αποδείχθηκε διαβολικά ακριβής.
Οι νικήτριες δυνάμεις στο πλαίσιο φυσικά και των συγκυριών δεν έδειξαν την αποφασιστικότητα που επιβάλλεται στις φασιστικές προκλήσεις, απορροφημένες από τα εσωτερικά προβλήματα, τις αναμνήσεις του πολέμου, τα αντικρουόμενα συμφέροντα και τον αντικομμουνισμό τους, καθώς η Σοβιετική Ένωση θεωρούνταν κίνδυνος τουλάχιστον εφάμιλλος με τη ναζιστική Γερμανία. Άλλωστε κάποια συμφέροντα «επέβαλαν» τη συνεργασία με το Βερολίνο μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον.
Η ενδοτική τους στάση αποθράσυνε και ενίσχυσε την καιροσκοπική πολιτική των δικτατόρων. Μικρότερες χώρες θυσιάστηκαν ανερυθρίαστα για να σωθεί η ειρήνη, αλλά τελικώς έφεραν τον όλεθρο. Αυτό δεν αναιρεί την συντριπτική ευθύνη του Άξονα. Hitler και Mussolini εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις, οδήγησαν τον κόσμο στον πόλεμο, και την Ευρώπη στην καταστροφή. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε θέατρο των πιο ασύλληπτων και ανείπωτων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Όπως κάθε ιστορικό γεγονός, οι ρίζες του αναζητούνται λιγότερο ή περισσότερο στο παρελθόν. Πρόκειται για μια αλυσίδα γεγονότων.
Το ζήτημα στον παρόν άρθρο είναι αν θα μπορούσε τελικώς να αποτραπεί ο πόλεμος. Αυτό συνδέεται άμεσα με την ποιότητα των πολιτικών επιλογών των ισχυρών στο μεσοδιάστημα 1919-1939. Είναι πιθανό πως μια δυναμική αντίδραση των δυτικών δυνάμεων στις πρώτες φασιστικές επιθετικές κινήσεις, ίσως να μετέβαλε την περαιτέρω πορεία των πραγμάτων. Αν και δεν είναι καθόλου εύκολο να εκτιμηθεί, θα ήταν πιθανότατα σε θέση να διεξαγάγουν πόλεμο με πιο ευνοϊκούς όρους στα 1938, πόλεμος ο οποίος δεν θα έπαιρνε παγκόσμιες διαστάσεις. Το πιο βασικό σημείο είναι πως ο Hitler ήταν εμμονικά ταγμένος στο να ακολουθήσει την πορεία που ο ίδιος είχε χαράξει. Η αδυναμία(;) των δυτικών ηγετών να «μετρήσουν» κυρίως τον Hitler και τις επιδιώξεις του έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Ανεξάρτητα από τις αναμφίβολες ευθύνες των εκφραστών του κατευνασμού, και το γεγονός πως η συνθήκη των Βερσαλλιών απέτυχε να αποτρέψει έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο, αποτελεί ένα διδακτικό παράδειγμα για το πόσο σημαντική είναι η πολιτική σοφία, η διορατικότητα και η αποφασιστικότητα των πολιτικών προσώπων.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου απέδειξε πως τα «παιχνίδια» με τον φασισμό και τον ναζισμό ελέω του κέρδους αλλά και των συμφερόντων οδηγούν στον όλεθρο και την ανθρώπινη τραγωδία. Σε μια εποχή που τα κελεύσματα του φασισμού και του ναζισμού γίνονται ξανά όλο και θελκτικότερα στην Ευρώπη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο, η ιστορική μνήμη και γνώση επιβάλλεται να μας οδηγήσουν στο δρόμο της αντίστασης, της ενότητας και της αλληλεγγύης, πριν να υπάρξει καινούρια σύγκρουση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και οι δύο αυτές ιδεολογίες επικράτησαν εξαιτίας των υψηλών δεικτών ανεργίας, της εξαθλίωσης των απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα μετά το κραχ του 1929 αλλά και της απώλειας πίστης στον κοινοβουλευτισμό, απόρροια των πολιτικών επιλογών. Τα αδιέξοδα οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους να αναζητήσουν «εύκολες» λύσεις, οι οποίες φυσικά κατέληξαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Ολοκαύτωμα, εκατομμύρια νεκρούς και τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κατεστραμμένες.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Anderson, Benedict. “IMAGINED COMMUNITIES.” In Nations and Nationalism: A Reader, edited by Philip Spencer and Howard Wollman, 48–60. Edinburgh University Press, 2005. http://www.jstor.org/stable/10.3366/j.ctvxcrmwf.8.
Atkin, Nicholas. n.d. “Between Democracy and Autocracy : France, 1918-45.” Themes in Modern European History 1890-1945.
Carr, Edward Hallett. 1947. International Relations between the Two World Wars, 1919-1939. London: Macmillan.
Douglas, Roy. 1978. “Chamberlain and Eden, 1937-38.” Journal of Contemporary History. SAGE Publishing. doi:10.1177/002200947801300107.
Henig, Ruth. 2013. The Origins of the Second World War 1933-1941. 2nd ed. Hoboken: Taylor and Francis.
Pasture, Patrick. 2015. “‘Peace for Our Time’: The European Quest for Peace.” In Palgrave Macmillan UK eBooks, 1. Palgrave Macmillan. doi:10.1057/9781137480477_1.
Στεφανίδης Δ. Γιάννης, 1997, ¨ Ο Τελευταίος Ευρωπαϊκός Αιώνας: Διπλωματία και Πολιτική των Δυνάμεων 1871-1945. Αθήνα, εκδόσεις Προσκήνιο.
Πηγή εικόνων
https://cognoscoteam.gr/archives/35131#google_vignette
Βιογραφικό συντάκτη
https://greekhumans.com/o-kwnstantinos-zafeiridhs-syntaktis-sto-greekhumans/