Της Βασιλικής Πολυζώνη*
Εισαγωγή
Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να παρουσιάσουμε τη βασιλεία στη Μακεδονία από το 510 έως το 336 π. Χ. Πρώτα γίνεται προσπάθεια απόδοσης της εικόνας του Μακεδονικού βασιλείου πριν την εποχή του Φιλίππου Β΄ και έπειτα γίνεται αναφορά στο ρόλο του βασιλιά γενικότερα, στον τρόπο οργάνωσης του βασιλείου και στους θεσμούς της Μακεδονίας.
Οι πηγές πληροφοριών που υπάρχουν για το Μακεδονικό βασίλειο είναι ελλιπείς[1]. Εντούτοις, οι μελετητές προσπάθησαν να αποδώσουν μία εικόνα της διακυβέρνησης της Μακεδονίας. Έτσι, πληροφορίες για την περίοδο πριν από το Φίλιππο Β΄ είναι σπάνιες και μη Μακεδονικές. Είναι κυρίως σχόλια του Ηροδότου, του Θουκυδίδη, του Διόδωρου, του Ιουστίνου, καθώς επίσης και πληροφορίες από μερικές επιγραφές ελληνικών πόλεων. Για την εποχή του Φιλίππου Β΄ οι πληροφορίες είναι σύγχρονες της εποχής, είναι επίσης μη Μακεδονικές και σε μεγάλο βαθμό εχθρικά διακείμενες προς τη Μακεδονία[2].
Η Μακεδονία πριν από τη βασιλεία του Φιλίππου Β΄
Ο τρόπος διοίκησης του Μακεδονικού βασιλείου την εποχή πριν από το Φίλιππο Β΄ (510-359 π. Χ.), δε συμφωνούσε με τα κλασικά ελληνικά πρότυπα. Οι Μακεδόνες διατήρησαν το αρχέγονο σύστημα της Ομηρικής βασιλείας. Βρίσκονταν συνέχεια σε πόλεμο και αυτό τους έκανε να μένουν συντηρητικοί στην πολιτική και την κοινωνική τους ζωή. Η οικονομία , ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική , στηριζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία, αλλά και το κυνήγι κατείχε σημαντική θέση[3]. Αυτό που διέφερε ριζικά ήταν η κοινωνική και πολιτική οργάνωση, αφού στη Μακεδονία έλειπε το βασικό στοιχείο των Ελλήνων, η πόλις[4].
Ο πυρήνας της Μακεδονίας βρισκόταν βορείως του Ολύμπου, στην Πιερία και στις γειτονικές περιοχές. Συγγενικά φύλα, όπως οι Ορέστες, οι Λυγκηστές κ. ά., ζούσαν στα βουνά και τις ορεινές κοιλάδες, κυρίως δυτικότερα και βορειότερα (στη λεγόμενη Άνω Μακεδονία), διατηρώντας δικές τους παραδόσεις και έχοντας τις δικές τους δυναστείες.
Το Μακεδονικό κράτος ήταν μία φεουδαλική πολιτεία με μονάρχη στην κορυφή. Οι Μακεδονικοί βασιλείς κυριαρχούσαν άμεσα μόνο στην κάτω Μακεδονία, δηλαδή στις παραθαλάσσιες περιοχές της Πιερίας, Ημαθίας και Μυγδονίας. Το χάσμα ανάμεσα στην κάτω και την άνω Μακεδονία ήταν αισθητό, έως και την ελληνιστική εποχή. Οι περιοχές αυτές δεν ήθελαν την κεντρική εξουσία της πρωτεύουσας και αναγνώριζαν σαν κεφαλή τον βασιλιά μόνο όταν τους έκανε να νιώσουν τη δυναμική του παρουσία[5].
Οι ηγεμόνες της άνω Μακεδονίας σε περιόδους πολέμου ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τους Μακεδόνες βασιλείς. Δεν είναι γνωστό κάτω από ποιες συνθήκες και πότε έγινε αυτή η εξάρτηση. Είναι πιθανό, ότι την επέβαλε ο Αλέξανδρος Α΄, μετά την αποχώρηση των Περσών από την Ελλάδα[6]. Η επικυριαρχία του αυτή, όμως, παρέμεινε, χαλαρή και απόδειξη σε αυτό είναι οι εχθρικές ενέργειες των ηγεμόνων των περιοχών αυτών αργότερα, κατά τη βασίλεια του Περδίκκα Β΄ και στη συνέχεια του Αρχελάου[7].
Ο θεσμός της βασιλείας
Στο Μακεδονικό βασίλειο επικρατούσε μοναρχία. Ο βασιλιάς εκλεγόταν από το λαό. Από εκεί και έπειτα λάμβανε μόνος τις αποφάσεις, χωρίς να τον περιορίζει κάποιο όργανο, που να λειτουργεί ως φερέφωνο του λαού. Η ισχύς του βασιλιά αντικατοπτρίζεται στο νόμισμα της Μακεδονίας, όπου προβάλλεται αυτός και όχι οι Μακεδόνες. Σε αντίθεση με το Ηπειρωτικό νόμισμα, στο οποίο αναγράφονται οι Μολοσσοί και όχι ο Νεοπτόλεμος. Ο βασιλιάς διοικούσε μόνος του, ελεύθερους Μακεδόνες και όχι σκλάβους. Στην περίπτωση απουσίας του ήταν απαραίτητο να οριστεί κάποιος αναπληρωτής στη θέση του[8].
Ο Θουκυδίδης γράφει ότι η βασιλεία στη Μακεδονία ήταν κληρονομική με περιορισμένα προνόμια. Ο βασιλιάς στη Μακεδονία είχε το ρόλο του ανώτατου δικαστής και του θρησκευτικού άρχοντα. Ήταν ο αρχηγός, αλλά και ο συνεργάτης των πολεμιστών[9]. Τόσο ο Ηρόδοτος (VIII, 137-138) όσο και ο Θουκυδίδης (II, 99. 3) γράφουν ότι οι βασιλείς της Μακεδονίας ανήκαν στο γένος των Τημενιδών, προέρχονταν από το Άργος και ήταν απόγονοι του Ηρακλή και κατ’ επέκταση του Δία.
Η κληρονομική βασιλεία στη Μακεδονία ακολούθησε μία οικογενειακή γραμμή που αρχίζει από την αρχαϊκή περίοδο (Περδίκκας) και φτάνει μέχρι τα ελληνιστικά χρόνια (Αλέξανδρος Γ΄, «Μέγα»). Υπήρξαν περιπτώσεις με προβλήματα ως προς τη διαδοχή. Όπως το παράδειγμα της δολοφονίας του γιου και διαδόχου του Αρχελάου, Ορέστη, το 396 π. Χ. Λέγεται (Διόδ. 14. 37. 6) ότι δολοφονήθηκε από τον αντιβασιλέα του, Αέροπο Β΄ (396-394 π. Χ.), που προερχόταν από τη δυναστεία των Λυγκηστών.
Στη συνέχεια, ακολούθησαν διαμάχες δυναστειών για την άνοδο στην εξουσία. Σε περίπτωση θανάτου του βασιλιά, όταν δεν υπήρχε κάποιος ενήλικας διάδοχος, οριζόταν βασιλιάς ο κοντινότερος συγγενής, κυρίως ο αδελφός του νεκρού. Υπήρχαν, βέβαια, και οι περιπτώσεις, όπως εκείνη του Περδίκκα Γ΄, που σκοτώθηκε στη μάχη (κατά πάσα πιθανότητα για τη διαδοχή), περίπου το 359 π. Χ. και τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Αμύντας ΙΕ΄ (Justin 7.5.8-9). Για το θέμα της διαδοχής πρέπει να ληφθεί υπόψη η πρακτική της πολυγαμίας στη Μακεδονία, για την εξασφάλιση αρσενικών απογόνων[10].
Κοινωνική και πολιτική οργάνωση
Ο 5ος αιώνας είναι εποχή ανάπτυξης του Μακεδονικού βασιλείου, που κορυφώνεται από τον Αρχέλαο Α΄ (413-399 π. Χ.), ο οποίος μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα και έκοψε νόμισμα. Ο Αρχέλαος ήταν προσανατολισμένος προς τον ελληνισμό. Δημιούργησε, όπως οι Έλληνες τύραννοι δική του αυλή, στην οποία φιλοξένησε Έλληνες διανοούμενους και διάσημους καλλιτέχνες[11].
Στη Μακεδονία υπήρχαν οι πρεσβευτές, ο ρόλος των οποίων ήταν να μεταφέρουν το λόγο του βασιλιά. Δεν έπαιρναν πρωτοβουλία και προτιμούσαν είτε να απαντήσουν αρνητικά είτε να περιμένουν να έρθει ο βασιλιάς για να αποκριθούν σε μία πρόταση[12]. Υπήρχαν φύλα υπό την εξουσία ισχυρών ευγενών που πολεμούσαν έφιπποι. Παράλληλα υπήρχαν άλλοι ελεύθεροι άνδρες που σε περίπτωση πολέμου μάχονταν πεζοί, οπλισμένοι με περικεφαλαία και λόγχη, σε ένοπλές ομάδες με υποτυπώδη οργάνωση. Επικεφαλής του συνόλου ήταν ο βασιλιάς, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φύλαρχος[13].
Στο Μακεδονικό βασίλειο ζούσαν επίσης, οι προμηθευτές (lixuae) και οι ιπποκόμοι (calones). Οι προμηθευτές ανέρχονταν τουλάχιστον σε μερικές εκατοντάδες. Όσον αφορά τους calones, αντιστοιχούσε ένας ιπποκόμος για κάθε δέκα στρατιώτες του πεζικού και τουλάχιστον ένας για κάθε εταίρο του ιππικού. Οι calones του ιππικού, ιπποκόμοι, σταβλίτες και διευθυντές στάβλων, τεχνίτες (για τους ανώτερους αξιωματικούς) ήταν ανώτερης κοινωνικής τάξης και ευημερούσαν σε κοινωνίες με άλογα[14].
Στη Μακεδονία υπήρχε η ελευθερία λόγου (ισηγορία) των Μακεδόνων απέναντι στους βασιλείς. Δεν ήταν, όμως, ισηγορία με τη χροιά της δημοκρατίας, αλλά μία πιο γενικευμένη ελευθερία, που έδινε τη δυνατότητα σε κάποιον να γνωστοποιεί στο βασιλιά τη δυσαρέσκειά του. Στο στρατό, πάντα ο κύριος τρόπος σύνδεσης με το βασιλιά ήταν μέσω του σώματος των αξιωματικών, των Εταίρων, τους οποίους γνώριζε καλά ο βασιλιάς[15].
Σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις, που δεν υπήρχε εναλλακτική λύση παρατηρείται ο λαός ή ο στρατός να εξασκεί το δίκαιο. Για παράδειγμα, το 359 π. Χ., καθώς η Μακεδονία βρισκόταν στα πρόθυρα του διαμελισμού, ο Φίλιππος Β΄ επέστρεψε για να διαδεχθεί το νεκρό αδερφό του. Τότε ο ίδιος ο Φίλιππος Β΄ πρώτα συγκάλεσε συνέλευση του Λαού για να εδραιώσει τη θέση του έναντι των άλλων ανταπαιτητών του θρόνου και μετέπειτα προχώρησε στα μελλοντικά του σχέδια και την αναδιοργάνωση του στρατού[16]. Ένα άλλο παράδειγμα, όταν θεωρήθηκε ο Φίλιππος Β΄ υπαίτιος για την ήττα των Μακεδόνων στη Θεσσαλία από τον Ονόμαρχο, συγκάλεσε το στρατό για να αποφευχθεί μία περίπτωση αποστασίας απέναντί του[17].
Αυτό δε σημαίνει ότι υπήρχε κάποια συνέλευση του στρατού ή κάτι παραπλήσιο (αυτές ήταν ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως αποδεικνύει και ο Briant σε μελέτη του). Τις αποφάσεις, όπως έχει ειπωθεί τις έπαιρνε ο βασιλιάς και δεν είχε καμία υποχρέωση να συγκαλεί συνελεύσεις του Λαού κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, εκτός για τις δίκες, που ήταν αρμόδιο το κοινό των Μακεδόνων. Στις συνελεύσεις κατά τη διάρκεια λήψης μιας απόφασης οι μη Μακεδόνες δεν είχαν λόγο[18].
Βασιλιάς και λαός
Οι Μακεδόνες βασιλείς δεν αυτοαποκαλούνταν βασιλείς και δεν απαιτούσαν από το λαό κάτι τέτοιο. Οι Έλληνες στο σύνολό τους θεωρούσαν τη μοναρχία ως καθεστώς μη εξελιγμένο[19]. Οι Μακεδόνες στην μακρά προσπάθειά τους να εξελιχθούν και να απαλλαγούν από τον χαρακτηρισμό βάρβαρος, δεν αποκαλούνταν βασιλείς , αλλά με τα ονόματά τους[20].
Ο R. M. Errington στο άρθρο του αναφέρει μόνο δύο αντίθετες περιπτώσεις, του Κασσάνδρου και του Περδίκκα, οι οποίες, όμως, είναι ιδιαίτερες. Ο Κάσσανδρος για παράδειγμα, ο πρώτος βασιλιάς που αυτοαποκαλείται έτσι, το έκανε αυτό, γιατί δεν είχε καταγωγή από τους Τημενίδες και ήθελε να κατοχυρωθεί στην εξουσία. Ο Errington τονίζει την έλλειψη οποιουδήποτε βασιλικού τίτλου/τρόπου που μπορεί να ονομασθεί τακτικός, ιδιαίτερα για τους βασιλείς πριν από το Μέγα Αλέξανδρο[21].
Ο βασιλιάς δεν κυβερνούσε ως τύραννος, αλλά σύμφωνα με το νόμο, ο οποίος ήταν ένας άγραφος νόμος, που θύμιζε παράδοση. Οι Μακεδόνες υπάκουαν στο βασιλιά τους, όσο εκείνος δεν παρέβαινε τους άγραφους νόμους. Η τήρηση αυτών των νόμων δεν είχε να κάνει με το αν ο βασιλιάς έδινε όρκο, με την ανάληψη της εξουσίας, όπως παρατηρείται στη Μολοσσική μοναρχία της Ηπείρου. Πιθανότατα να δινόταν και στη Μακεδονία όρκος από το βασιλιά στο λαό. Υπήρχε μία αμοιβαία ανταλλαγή καθηκόντων βασιλιά και λαού, που ήταν από κοινού κατανοητή[22].
Η σχέση βασιλιά και λαού αντικατοπτρίζεται και στη θρησκεία
Οι Μακεδόνες ήταν λαός που περιβάλλονταν από πολλούς κινδύνους. Εξευμένιζαν κάθε θεό που γνώριζαν, γι’ αυτό πίστευαν σε πολλούς θεούς. Οι Μακεδόνες είχαν μία τάση προς τις μυστηριακές τελετές (ίσως ήταν επηρεασμένοι από τις θρακικές φυλές). Η θρησκεία τους ήταν στη βάση της ελληνική. Αυτό φαίνεται στα ελληνικά ονόματα των μηνών και στο ότι οι Μακεδόνες πίστευαν πως οι βασιλείς τους ήταν «διογενείς» (ο Μακεδών ήταν γιος του Δία και η βασιλική οικογένεια είχε καταγωγή από τον Ηρακλή). Η μακεδονική βασιλεία ήταν εν μέρει μία ιεροσύνη. Πρόσφεραν στο βασιλιά θυσίες και εκείνος ως ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας, οργάνωνε θρησκευτικές γιορτές. Γενικότερα, οι βασιλείς προωθούσαν όλες τις συνήθειες των νοτίων Ελλήνων, προσπαθώντας να βγάλουν τους Μακεδόνες από την αφάνεια και να τους κατατάξουν στους πλέον πολιτισμένους Έλληνες[23].
Η δικαιοσύνη
Και στη δικαιοσύνη ο βασιλιάς ήταν εκείνος που λάμβανε τις αποφάσεις και είχε τον πρωταρχικό ρόλο του ανώτατου δικαστή. Αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες του βασιλιά. Βέβαια για τη θανατική καταδίκη αποφάσιζε το συμβούλιο του Λαού[24]. Και πάλι, όμως, ο πρόεδρος είναι ο βασιλιάς, ως μοναδικός δικαστής. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και ένας αναπληρωτής που ανατίθεται από το βασιλιά[25].
Έφεση για μία απόφαση δε γίνονταν στο βασιλιά και αυτό είναι αποδεκτό από όλους. Την τελική ευθύνη την έφερε εκείνος. Βέβαια, το βασίλειο της Μακεδονίας ήταν μεγάλο και ο βασιλιάς ήταν φυσικό να μη μπορεί να βρίσκεται παντού. Γι’ αυτό το λόγο υπήρχε ο αντικαταστάτης του. Υπήρχε μία επιτροπή ή σώμα δικαστών, στους οποίους ο Φίλιππος συγκεκριμένα, ανέθετε την υπόθεση (κατατάξας εἰς τούς δικαστάς => απόσπ. (no. 23) Πλούτ. Ηθ. ). Δεν πρόκειται για μία μαζική επιτροπή, αλλά για μία επίλεκτη ομάδα. Πιθανόν έκριναν σαν απλά άτομα στις κυριότερες πόλεις της κάτω Μακεδονίας και στα διοικητικά κέντρα των άνω περιοχών. Επομένως, σε περιοχές όπου δεν ήταν σε θέση να παρευρίσκεται ο βασιλιάς, η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων ήταν πολύ σημαντική για την ευημερία του βασιλείου.
Η ποιότητα των δικαστών έπαιζε ρόλο. Γίνεται αντιληπτό ότι οι νόμοι σε ένα τόσο μεγάλο βασίλειο, όπως είναι η ευρύτερη Μακεδονία, δε θα μπορούσαν να εκτελεστούν, χωρίς κάποιο σώμα. Αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ακριβή φύση και έκταση των δικαιοδοσιών αυτού του σώματος. Εξίσου σημαντική ήταν και η ποιότητα των στρατηγών και των άλλων ηγεμόνων, που ήταν διορισμένοι σε στρατιωτικές θέσεις, οι οποίοι προέρχονταν από την ίδια τάξη[26].
Η οργάνωση του στρατού
Όσον αφορά το στρατό, ο Αλέξανδρος Α΄ διαμόρφωσε την τυπική οργάνωση του μακεδονικού στρατού. Χρησιμοποίησε τους αγρότες, που ήταν πεζοί και αφού τους διαίρεσε σε λόχους, δεκάδες και άλλες υποδιαιρέσεις, τους ονόμασε πεζέταιρους και τους τοποθέτησε κοντά στην αριστοκρατία του βασιλιά, τους έφιππους Εταίρους[27].
Και ο Φίλιππος Β΄, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του προέβη σε μέτρα αναδιοργάνωσης του στρατού. Προσάρμοσε το στράτευμα με πρότυπα των νοτίων ελληνικών στρατών. Έκανε αλλαγές στον τρόπο αμοιβής και στο εξοπλισμό των στρατιωτών. Δημιούργησε, πέρα από τους Εταίρους που τον ακολουθούσαν έφιπποι, ένα μόνιμο πεζικό στράτευμα. Μετέτρεψε τους κατά παράδοση ψιλούς Μακεδόνες, σε οπλίτες οργανωμένους σε φάλαγγα, που ονομάσθηκε μακεδονική. Αυτοί ήταν εξοπλισμένοι με ασπίδα και ένα εξαιρετικά μακρύ δόρυ. Ήταν εκπαιδευμένοι βάσει των κανόνων της τακτικής φάλαγγας, του ελληνικού δηλαδή τρόπου μάχης, κατά σειρά παράταξης.
Πέρα από την πρακτική αξία τους, αυτές οι αλλαγές είχαν και ψυχολογική χρησιμότητα, αφού το στράτευμα του Περδίκκα, που είχε συντριβή από τους Ιλλυριούς, είχε διαφορετική οργάνωση και οπλισμό από εκείνο του Φιλίππου, το οποίο μπορούσε συνεπώς, να ελπίζει σε καλύτερα αποτελέσματα[28].
Στα 350 και στα 340 π. Χ. ακολούθησαν πόλεμοι με λίγες ειρήνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο στρατός να είναι υπό την προσωπική επίβλεψη του βασιλιά. Οι στρατιώτες (εκτός από εκείνους της φρουράς) κατά καιρούς άλλαζαν. Έτσι, ο Φίλιππος έφθασε, μέσω του στρατού, σε σημείο να γνωρίζει το λαό και ο λαός εκείνον[29].
Οι διπλωματικές ενέργειες
Οι Μακεδόνες βασιλείς με διπλωματικές ενέργειες σύναπταν συμμαχίες. Ο γάμος είναι ένας τρόπος σύναψης συμμαχιών. Ο Φίλιππος Β΄ έκανε γάμους πολιτικής σκοπιμότητας, με τη Φίλα της Ελιμιώτιδας, την Αυδάτα της Ιλλυρίας και τη μητέρα του Αλεξάνδρου, την Ολυμπιάδα της Ηπείρου (357 π. Χ.). Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε για τη Μακεδονία, φιλικές δυνάμεις ή αφοσιωμένους υποτελείς[30].
Οι Αμφικτιονίες ήταν μία μορφή ένωσης των ελληνικών κρατών, που ξεκίνησε ως θρησκευτική ένωση και εξελίχθηκε σε πολιτική. Απαρτίζονταν από μεμονωμένα κράτη και Κοινά διαφόρων ελληνικών εθνών, που κατοικούσαν γύρω από ένα κοινά αποδεκτό ιερό. Σημαντικότερη και ίσως παλαιότερη όλων ήταν η Πυλαία Αμφικτιονία, των Θερμοπυλών. Το 354 π. Χ. το Συνέδριο της Πυλαίας Αμφικτιονίας αποφάσισε την κήρυξη του Γ΄ Ιερού Πολέμου, σε ένα από τα μέλη του, τους Φωκείς[31], μετά την ήττα των οποίων, οι δύο ψήφοι της συγκεκριμένης ομοεθνίας δόθηκαν στους Μακεδόνες. Αυτή ήταν η ανταμοιβή για τη βοήθεια που πρόσφεραν στην τιμωρία των ιερόσυλων Φωκέων, την θέση των οποίων πήραν στην Αμφικτιονία[32].
Ο βασιλιάς έλεγχε όλους τους φυσικούς πόρους της μακεδονικής επικράτειας, όπως την ξυλεία, το ασήμι, το χρυσό, καθώς και τη βασιλική γη. Έτσι, ήταν σε θέση να χορηγήσει αρκετά μεγάλα δώρα της γης και τα χρήματα να τα προσφέρει σε δωροδοκίες, για να κερδίσει την υποστήριξη τόσο των εγχώριων όσο και των ξένων. Τέλος, σημαντικό μέρος προοριζόταν για τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών δραστηριοτήτων[33].
Οι Εταίροι
Αυτήν την ονομασία την είχαν οι ευγενείς του βασιλιά, που αποτελούσαν την προσωπική του ακολουθία. Η ονομασία τους έχει αρχαϊκή προέλευση[34]. Ήταν κλειστό κληρονομικό σωματείο και η πρωτοβουλία της εκλογής τους ανήκε στο βασιλιά.[35] Λόγω της στενής επαφής βασιλιά και Εταίρων[36], υπήρξαν περιπτώσεις που ο βασιλιάς είχε εχθρούς ανάμεσα σε αυτούς και κινδύνευε.
Η σχέση αυτή αν και ανεπίσημη, είχε και πολιτική χροιά, καθώς ο βασιλιάς μη έχοντας στο πλευρό του γραφειοκρατικούς υπαλλήλους για να τον συμβουλεύουν, χρειαζόταν τους Συντρόφους- Εταίρους για να το κάνουν αυτό. Οι ερμηνείες και οι συμβουλές αυτές ήταν κυρίως ανεπίσημες και έφταναν στο βασιλιά είτε μέσω μεμονωμένων ατόμων είτε μέσω πολύ μικρών ομάδων. Στη διαδικασία αυτή δεν υπήρχε κάτι το συνταγματικό[37].
Οι συνεδριάσεις αυτού του ¨συμβουλίου¨ δεν ήταν τακτικές, γιατί οι συναντήσεις, από την απλή επικοινωνία, τα νέα έως και την ανταλλαγή απόψεων ή συμβουλών μπορούσαν να γίνονται καθημερινά στο δείπνο και στο ποτό. Έτσι, οι συνεδριάσεις γίνονταν μόνο για σημαντικά θέματα. Χωρίς αμφιβολία ο Φίλιππος Β΄, όπως και ο γιος του αργότερα, συγκαλούσε κάθε τόσο σε συνεδρίαση το συμβούλιό του για να συγκεντρώσει τις γνώμες των Εταίρων του, επιστρατεύοντας την υποστήριξή τους και προετοιμάζοντας τη συνεργασία μαζί τους, που βρίσκονταν σε εξέλιξη[38].
Ο βασιλιάς και οι Εταίροι αλληλοεξαρτώνται. Ήταν μία φεουδαλική σχέση αυτή στη Μακεδονία. Ο βασιλιάς και μόνο εκείνος εξασφάλιζε στους Εταίρους τον πλούτο, την τύχη και τη φήμη. Βάσει του Ηροδότου ο βασιλιάς αντάμειβε τους στρατιώτες για τη συμβολή τους στις μάχες (Ηρόδ. 16.53 2-30) και γενικότερα για τις υπηρεσίες τους προς το πρόσωπό του[39]. Τα κτήματα στη Χαλκιδική[40], τα αξιώματα στο στρατό, κάθε είδους προαγωγή εξαρτιόνταν μόνο από το λόγο του βασιλιά και όχι από ψήφους κάποιας επιτροπής, κάποιου συμβουλίου ή κάποιας βουλής. Οι Εταίροι αποτελούσαν για το βασιλιά το σώμα των αξιωματικών του, το προσωπικό της αυλής του και τη διοικητική τάξη σε όλο το βασίλειό του. Η δύναμή τους αριθμητικά (αν θεωρηθεί το 800 του Θεόπομπου, αριθμός της ακολουθίας των Εταίρων, προς το τέλος της βασιλείας του Φιλίππου) οφειλόταν από τη μία χάρη στα πλούτη του Φιλίππου, και από το άλλη, με την ενσωμάτωση της άνω Μακεδονίας.
Μαρτυρίες του 4ου π. Χ. αιώνα, πληροφορούν ότι παρέχονταν στους Εταίρους δωρεά γης, η οποία έπρεπε να ανανεώνεται όταν άλλαζε ο Εταίρος. Με αυτόν τον τρόπο ο βασιλιάς εξασφάλιζε τη νομιμοφροσύνη του, αφού εκείνος επέτρεπε την κληρονομική διαδοχή των Εταίρων.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι Εταίροι της ακολουθίας ασχολούνταν με την υπηρεσία τους στο βασιλιά και με τα κτήματά τους. Στον τόπο τους, αυτοί και οι οικογένειές τους είχαν αναλάβει το κυριότερο μέρος της διακυβέρνησης. Αυτή η διακυβέρνηση δεν ήταν δημοκρατική, αφού σε όλο το βασίλειο της Μακεδονίας δεν υπήρχαν καθόλου στοιχεία δημοκρατίας, ούτε μία αρχή πελιγάνων (γερόντων) ή κάποιος άλλος τύπος διοίκησης[41].
Η ιδιαίτερη αυτή σχέση μεταξύ βασιλιά και Εταίρων, που όπως απορρέει από τα παραπάνω στηριζόταν σε αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα, εκφραζόταν και στη θρησκευτική γιορτή, τα ¨Εταιρίδεια¨, που με το βασιλιά επικεφαλής, γιορτάζονταν προς τιμήν του Διός Εταιρίδα.
Από τον 5Ο αιώνα, πολύ πιθανόν από την εποχή του Αλεξάνδρου Α΄ καί μετά, η στρατολογία διευρύνθηκε και στα υπόλοιπα στρώματα του πληθυσμού. Έτσι, η ονομασία του Εταίρου (ή του παιζέταιρου για τους πεζούς) δόθηκε και στους νέους πολεμιστές «ὄπως μετέχοντες τής βασιλικής ἐταιρίας προθυμότατα διατελῶσιν ὄντες». Αυτοί δεν είχαν τα δικαιώματα των αρχικών ή βασιλικών Εταίρων (που πήραν αυτήν την ονομασία για να μη συγχέονται με τους νέους Εταίρους), είχαν πάντως τη δυνατότητα να κρίνουν τις πράξεις των βασιλιάδων τους[42].
Κάποιες φορές υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των διοικητών και των ελεύθερων Μακεδόνων. Ο βασιλιάς παρέμβαινε τότε ως υπερασπιστής του λαού. Γι’ αυτό υπήρχαν οι περιπτώσεις που η άρχουσα τάξη ήταν δυσαρεστημένη με τον ίδιο το βασιλιά. Έτσι, δημιουργούνταν εξεγέρσεις και φιλοδοξίες για την κυριαρχία της Πέλλας. Τότε βασιλιάς και λαός χρειαζόταν να δράσουν από κοινού ενάντια στις συνωμοσίες εκείνων που κατείχαν υψηλές θέσεις[43].
Ο βασιλιάς βρισκόταν στην πρωτεύουσα (την Πέλλα) και προστάτευε τη Μακεδονία και κατ’ επέκταση την υπόλοιπη Ελλάδα από επιδρομές των Ιλλυριών. Σε αυτή του την προσπάθεια, στηριζόταν στην καλή σχέση του με τους κατοίκους της άνω Μακεδονίας. Για περισσότερο από είκοσι χρόνια ο Φίλιππος το κατάφερε αυτό. Ο Δημοσθένης μπορούσε να ενθαρρύνει τους Αθηναίους, γράφοντας για αποστασίες κατά του βασιλιά, αλλά αυτά είναι περιστατικά ελάχιστα και των πρώτων χρόνων της βασιλείας του. Ο Φίλιππος κατάφερε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά και μετά το 349 π. Χ. δεν παρατηρούνται ξανά παρόμοιες καταστάσεις.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων ήταν ο κύκλος των Εταίρων, για την σπουδαιότητα του οποίου κάνουν λόγο ο Θεόπομπος και ο Ισοκράτης. Και οι δύο αναφέρουν το ελληνικό στοιχείο μέσα στον κύκλο των Εταίρων. Αυτό ήταν μία καινούργια εξέλιξη από το Φίλιππο Β΄. Όμως, δεν το έκανε αυτό ο Φίλιππος, πιστεύοντας ότι μπορούσε να στηριχθεί σε ξένους. Οι ίδιοι οι Μακεδόνες εξακολουθούσαν να είναι το κύριο στοιχείο για το πρόγραμμα του επεκτατισμού της βασιλείας του[44].
Το σώμα των Παίδων
Στο πρόγραμμά αυτό καταλύτης ήταν η ανάπτυξη του θεσμού των Βασιλικών Παίδων, που όπως αναφέρει ο Αρριανός άρχισε να υπάρχει από την εποχή του Φιλίππου. Ο τελευταίος ανέπτυξε αυτό το θεσμό αρκετά, όπως κανένας βασιλιάς δεν το είχε κάνει προηγουμένως[45].
Επί Φιλίππου Β΄ υπήρχε η σχέση των αγοριών με το βασιλιά, και διαμέσου αυτών η περεταίρω και μελλοντική σύνδεση των οικογενειών τους, με σεβασμό στη μοναρχία. Η σχέση των Παίδων με το βασιλιά ήταν στενή και όχι τυπική. Περιλάμβανε πολλές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Το σώμα των Παίδων του Φιλίππου ήταν μία αξιόλογη προπαρασκευαστική ομάδα για αξιόμαχους και στρατηγούς. Αποτελούσε ένα ζωτικό σύστημα του βασιλείου. Περιλάμβαναν τους σύγχρονους ή σχεδόν σύγχρονους του Αλεξάνδρου, οι οποίοι αποτέλεσαν τους μεγάλους Μακεδόνες. Η τάξη αυτή διαφοροποιούνταν από τους φαλαγγίτες, που βρίσκονταν υπό τις διαταγές των Παίδων, και από τους ανθρώπους στα κτήματά τους[46].
Οι σωματοφύλακες του βασιλιά
Ο Αρριανός γράφει για μία ελίτ ενήλικων ανδρών, στους οποίους δόθηκε η τιμητική διάκριση να διορίζονται σωματοφύλακες του βασιλιά. Το σώμα αυτό αποτελείται από δύο κατηγορίες, το άγημα των υπασπιστών και μία μικρότερη ομάδα, των ευγενών (σύγχρονων του Αλεξάνδρου) που ανήκε στον εσωτερικό κύκλο της αυλής του βασιλιά. Η πρώτη ήταν μία στρατιωτική μονάδα, «ειδικές δυνάμεις», που αριθμούσε σε εκατοντάδες. Το δεύτερο αποτελούνταν προφανώς, μόνο από επτά (έως το 325 π. Χ., όταν ο Αλέξανδρος διόρισε έναν όγδοο τιμητικό σωματοφύλακα, που έσωσε τη ζωή του στην Ινδία).
Για τα ονόματα των σωματοφυλάκων αναφέρει ο Αρριανός δύο, σημαντικά, από βασιλική γενιά (ο Λεόννατος και ο Περδίκκας), καθώς επίσης τρία εξίσου σημαντικά από την Ορεστίδα και την Εορδαία, που ήταν δύο ισχυρές επαρχίες της κάτω Μακεδονίας. Ήταν στην κρίση του βασιλιά να διορίζει σωματοφύλακες ή να τους αφαιρεί τα καθήκοντά τους και να τους αντικαθιστά με άλλα άτομα υψηλών γενεών.
Στην πράξη ο ρόλος των σωματοφυλάκων ήταν περισσότερο μία ένδειξη τιμής, για τη γέννηση τέτοιων ανδρών, παρά μία αποτελεσματική ομάδα για την προστασία της ζωής του βασιλιά. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των Παίδων, ο βασιλιάς ήταν κάπως ευάλωτος ανάμεσα στο σώμα αυτό. Για παράδειγμα, Ο Curtius και ο Αρριανός, περιγράφουν ότι στη Βακτιριανή, ένας σωματοφύλακας είχε εμπλακεί σε ένα φερόμενο σχέδιο για τη ζωή του Αλεξάνδρου και είτε απολύθηκε είτε εκτελέσθηκε. Επίσης, κατά το Διόδωρο ο δολοφόνος του Φιλίππου Β΄, Παυσανίας ήταν σωματοφύλακάς του. Οι σωματοφύλακες ήταν μόνο ένα μικρό μέρος του κύκλου στο δικαστήριο του βασιλιά, γιατί το μεγαλύτερο μέρος ήταν οι Εταίροι[47].
Κάθε κοινός στρατιώτης μπορούσε να γίνει αξιωματικός του τάγματος, όπως φαίνεται και από την προαγωγή του Βόλωνα (από απλό στρατιώτη σε αξιωματικό). Αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να γίνει στρατάρχης, ούτε να μπει στον κύκλο της βασιλικής ακολουθίας. Βέβαια, μέσα στον κύκλο αυτό τα μέλη διέφεραν από άποψη θέσης, αλλά δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα οι σταθεροί βαθμοί, που υπήρχαν στα ελληνιστικά χρόνια[48].
Επίλογος
Συμπερασματικά, η Μακεδονία διέφερε από τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη. Δε διέθετε τους θεσμούς και την οργάνωση που είχαν οι πόλεις- κράτη του Νότου. Οι Μακεδόνες δεν ήταν πολίτες, αλλά υπήκοοι.
Ο βασιλιάς ήταν υπερδύναμη. Κανένας δεν ήταν πιο ισχυρός από αυτόν. Ο βασιλιάς κυβερνούσε όχι ως τύραννος, αλλά σύμφωνα με τον άγραφο νόμο. Το βασιλικό γένος των Μακεδόνων είχε συγγενική σχέση με τον Ηρακλή και οι βασιλείς στήριζαν τη βασιλεία τους, η οποία ήταν κληρονομική, σε αυτή τη συγγένεια. Ο βασιλιάς δεν είχε το δικαίωμα να είναι αδύναμος, γιατί τότε θα έχανε το κύρος του.
Η Μακεδονία είναι μία εξέλιξη ομηρικού τύπου κοινωνίας. Είναι μία φεουδαρχία, στην οποία υπάρχει το στοιχείο της πολυγαμίας και η ελευθερία λόγου απέναντι στο βασιλιά. Σημαντικό ρόλο στη Μακεδονία έπαιζε ο στρατός και η δικαιοσύνη, στα οποία πρωταρχικό ρόλο είχε ο βασιλιάς.
Οι Εταίροι ήταν σημαντικός θεσμός στη Μακεδονία, καθώς ήταν οι Σύντροφοι του βασιλιά και πολλές φορές τους βλέπουμε να έχουν ενεργό ρόλο, σε σχέση με τους υπολοίπους. Το μυστικό των Μακεδονικών επιτυχιών έγκειται λιγότερο στο στρατό και περισσότερο στην πολιτική και τη διπλωματία.
Τέλος, κύριος στόχος των Μακεδόνων ήταν να απαλλαγούν από το χαρακτηρισμό βάρβαρος και να αποδείξουν στους νότιους Έλληνες ότι κατατάσσονταν στους πολιτισμένους λαούς. Αυτό φαίνεται και από τις πράξεις τους.
Βιβλιογραφία
Ειδική:
N.G.L. Hammond, Η ιστορία της Μακεδονίας, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1995.
Carol J. King, «Macedonian kingship and other political institutions», στο A Companion to Ancient Macedonia, edited by J. Roisman and I. Worthington, Wiley-Blackwell (2010), σ. 273-390.
Γενική:
Simon Hornblower, Ο ελληνικός κόσμος 479-423 π. Χ., Αθήνα: Οδυσσέας 2005.
Αθηνά Καλογεροπούλου, «Μακεδονία», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, Εκδοτική Αθηνών (2000), σ. 152-170.
Χέρμαν Μπένγκτσον, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Αθήνα: Μέλισσα 1991.
Μιχαήλ Σακελλαρίου, «Η κυρίως Ελλάς και το Αιγαίο από το 404-355 π. Χ.», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, Εκδοτική Αθηνών (2000), σ. 316-461.
[1] Οι Χαλκιδείς της Ολύνθου, που ήταν γείτονες της Μακεδονίας, δε γνώριζαν περισσότερες πληροφορίες από αυτές που δίνονται από τις πηγές. Ακόμα και ο Αριστοτέλης, ο οποίος ήταν σε θέση να γνωρίζει τις εσωτερικές διεργασίες, σε σωζόμενα γραπτά του αναφέρεται στους Μακεδόνες και στο Μακεδονικό βασίλειο σε γενικές γραμμές – βλ. N.G.L. Hammond, Η ιστορία της Μακεδονίας, τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 421. Και βλ. Carol J. King, «Macedonian kingship and other political institutions», στο A Companion to Ancient Macedonia, Wiley-Blackwell (2010), σ. 373.
[2] King, ό. π., σ. 373.
[3] Hammond, ό. π., σ. 421. Οι Μακεδόνες ήταν δραστήριοι, γενναίοι και αποφασιστικοί πολεμιστές. Σε περιόδους ειρήνης αγαπούσαν όπως και οι ομηρικοί ήρωες, τη διασκέδαση και το χορό -βλ. Α. Καλογεροπούλου, «Μακεδονία», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, Εκδοτική Αθηνών (2000), σ. 162, 163. Είναι αναμφισβήτητη η επιρροή των Μακεδόνων από το Μυκηναϊκό πολιτισμό. Άποψη του συνταγματολόγου Granier, που εκφράστηκε το 1931, είναι ότι το Μακεδονικό βασίλειο αποτελεί εξέλιξη μιας Ομηρικής κοινωνίας από πολλά μικρά βασίλεια, με μία κυρίαρχη αριστοκρατία και από το λαό, ο οποίος υποστήριξε τον κεντρικό βασιλιά εναντίον των αντιπάλων του, που ήταν οι ευγενείς – βλ. King, ό. π., σ. 374, 376.
[4] Στη Μακεδονία αυτό που κυριαρχούσε ήταν το έθνος, η φυλή και πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο δεν υπήρχε σημαντική αστικοποίηση –βλ. S. Hornblower, Ο ελληνικός κόσμος 479-423 π. Χ., Αθήνα: Οδυσσέας 2005, σ. 169.
[5] Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Αθήνα: Μέλισσα 1991, σ. 282. King, ό. π., σ. 376.
[6] Βλ. Ηρόδοτος, V. 16-18. Η φράση του Θουκυδίδη «ξύμμαχα μέν ἔστί και υπήκοα» φανερώνει ότι ο Αλέξανδρος Α΄ τους ανάγκασε να δεχτούν την επικυριαρχία του –βλ. Θουκυδίδης, ΙΙ, 99. 2.
[7] Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 164.
[8] Hammond, ό. π., σ. 421-422, 425-426. King, ό. π., σ. 384.
[9] Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163.
[10] King, ό. π., σ. 376-377.
[11] Ο Αρχέλαος Α΄ φιλοξένησε στην αυλή του τον Αγάθωνα, τον Ευριπίδη, ο οποίος μάλιστα, έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του. Λέγεται επίσης ότι φιλοξένησε και σοφούς, όπως το Σωκράτη και τέλος ο ζωγράφος Ζεύξις ζωγράφισε το παλάτι του Αρχελάου στην Πέλλα –βλ. Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 169-170. Και βλ. Μπένγκτσον, ό. π., σ. 281-282. Και βλ. Hornblower, σ. 174-175.
[12] Hammond, ό. π., σ. 422.
[13] Ο Αλέξανδρος Α΄ ήταν εκείνος που διαμόρφωσε αυτή την υποτυπώδη μορφή οργάνωσης του μακεδονικού στρατού -βλ. Μπένγκτσον, ό. π., σ. 281.
[14] Hammond, ό. π.,, σ. 427.
[15] Στο ίδιο, σ. 429.
[16] Στο ίδιο, σ. 427, 428. Βλ. περισσότερα Μπένγκτσον, ό. π., σ. 283. Βλ. και Μιχαήλ Σακελαρίου, «Η κυρίως Ελλάς και το Αιγαίο από το 404-355 π. Χ.», κεφ. Μακεδονία, Θεσσαλία, Ήπειρος 359-357 π. Χ., στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, Εκδοτική Αθηνών (2000), σ. 450
[17] Ο βασιλιάς μέσα από ομιλίες πειθούς μπορούσε να ενισχύσει το ηθικό και να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη για τις επιχειρήσεις του –βλ. King, ό. π., σ. 384.
[18] Hammond, ό. π., σ. 426-427, 429.
[19] Η μοναρχία ήταν ένα καθεστώς από το οποίο πέρασαν οι Έλληνες, αλλά εξελίχθηκαν. Οι Μακεδόνες αντιθέτως διατήρησαν τη μοναρχία και είχαν διαφορετική εξέλιξη από τους υπόλοιπους Έλληνες ως προς το καθεστώς τους.
[20] Hammond, ό. π., σ. 426.
[21] Στο ίδιο, σ. 424-425. King, ό. π., σ. 375.
[22] Hammond, ό. π., σ. 423-424. Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163. Hornblower, ό. π., σ. 169. King, ό. π., σ. 380.
[23] Hammond, ό. π., σ. 423-424. Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163. King, ό. π., σ. 380.
[24] Βλ. περισσότερα Hammond, ό. π., σ. 423, 426. Οι άνθρωποι, οι οποίοι απάρτιζαν αυτό το συμβούλιο ήταν εκείνοι που ζούσαν πιο κοντά στην Πέλλα ή στις Αιγές –βλ. στο ίδιο, σ. 427.
[25] Στο ίδιο, σ. 430-431.
[26] Μέσα από αυτή την τάξη διαμορφώθηκαν οι Εταίροι, οι οποίοι ήταν επίλεκτοι – βλ. στο ίδιο, σ. 431-432.
[27] Μπένγκτσον, ό. π., σ. 281.
[28] Γενικότερα, ο ρόλος του στρατού στη Μακεδονία ήταν πολύ σημαντικός, διότι στήριζε το βασιλιά. Γι’ αυτό ο Φίλιππος κυρίως πέρασε σε μέτρα αναδιοργάνωσης του στρατεύματός του και δημιούργησε τη Μακεδονική φάλαγγα. Για περισσότερες πληροφορίες για την οργάνωση του μακεδονικού στρατού από το Φίλιππο –βλ. Μπένγκτσον, ό. π., σ. 283.
[29] Hammond, ό. π., σ. 429.
[30] Hornblower, ό. π., σ. 474. King, ό. π., σ. 378.
[31] Για τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο – βλ. Μπένγκτσον, ό. π., σ. 285-286.
[32] Βλ. περισσότερα Hornblower, ό. π., σ. 479.
[33] King, ό. π., σ. 379.
[34] Υπήρχε από τα Ομηρικά χρόνια –βλ. στο ίδιο, σ. 382
[35] Αν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που δίνονται από το Θεόπομπο είναι έγκυρες, ο τελευταίος αναφέρει πως οι Εταίροι κατάγονταν από πολλά μέρη, κάποια από την ίδια τη Μακεδονία, άλλα από τη Θεσσαλία και άλλα από την υπόλοιπη Ελλάδα. Γράφει επίσης, ότι ήταν 800 στον αριθμό. Ο Θεόπομπος, θαύμαζε πολύ το Φίλιππο και έζησε στην αυλή του βασιλιά για κάποιο διάστημα, στα τέλη της δεκαετίας του 340 π. Χ. –βλ. Hammond, ό. π., σ. 432-433.
[36] Οι Εταίροι ήταν η προσωπική ακολουθία του βασιλιά, οι Σύντροφοί του, όπως φανερώνει και το όνομά τους. Συνόδευαν το βασιλιά στην καθημερινότητά του –βλ. King, ό. π., σ. 374, 382.
[37] Hammond, ό. π., σ. 433-434. Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163.
[38] Hammond, ό. π., σ. 435-436. King, ό. π., σ. 385.
[39] Ο Αρριανός κάνει αναφορά για απαλλαγή κάποιων Μακεδόνων από φόρους, αγγαρείες και εισφορές, ανάλογα με την κτηματική περιουσία – βλ. Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163. Hornblower, ό. π., σ. 170.
[40] Η Χαλκιδική ήταν νεοαποκτηθείσα περιοχή, και ο βασιλιάς για να κατοχυρώσει την εξουσία του εκεί φρόντιζε να ανταμείβει τους Εταίρους για τις υπηρεσίες τους με κτήματα στις περιοχές της συγκεκριμένα. Για την προσάρτηση των περιοχών της Χαλκιδικής από το μακεδονικό βασίλειο –βλ. Μπένγκτσον, ό. π., σ. 287-288.
[41] Hammond, ό. π., σ. 433, 436.
[42] Καλογεροπούλου, ό. π., σ. 163.
[43] Hammond, ό. π., σ. 436.
[44] Στο ίδιο, σ. 437-438.
[45] Στο ίδιο, σ. 438. King, ό. π., σ. 380.
[46] Η δημιουργία του θεσμού των Παίδων ήταν μία διπλωματική ενέργεια από μέρους του Φιλίππου Β΄. Οι παίδες, που ήταν οι γιοι των Εταίρων, ήταν όμηροι του Φιλίππου, ο οποίος έχοντάς τους στο βασίλειό του, εξασφάλιζε το σεβασμό των Εταίρων στο πρόσωπό του – βλ. Hammond, ό. π., σ. 433, 438-439.
[47] King, ό. π., σ. 381-382.
[48] Hammond, ό. π., σ. 440.
Πηγή εικόνας
https://metal-detectors.gr/makedonia-istoria-basiliades/
Βιογραφικό Συντάκτριας
https://greekhumans.com/h-vasiliki-polyzwnh-syntaktria-sto-greekhumans/