Αρχική » Η ιστορία του IRA – από τη σύγκρουση στη συνεννόηση

Η ιστορία του IRA – από τη σύγκρουση στη συνεννόηση

0 comment 139 views

Του Κωνσταντίνου Ζαφειρίδη*

Εισαγωγή

Η σύγκρουση μεταξύ Ιρλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας για την ανεξαρτησία της πρώτης, αλλά και ο αγώνας για τη Βόρειο Ιρλανδία, είναι γνωστή στο ευρύ κοινό. Εξίσου κοινή είναι και η ύπαρξη και δραστηριοποίηση του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού( στο εξής IRA). Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πιθανόν να θυμούνται ρεπορτάζ στην τηλεόραση από το Μπέλφαστ ή άλλες περιοχές. Θεωρώ ωστόσο, πως οι λεπτομέρειες, τα κίνητρα αλλά και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν είναι εν πολλοίς άγνωστα, και εκτείνονται βαθύτερα από το απλουστευτικό Ιρλανδία ή Ηνωμένο Βασίλειο. Πρόκειται για μια ιστορία με τεράστιο ενδιαφέρον, της οποίας η εγγύτητα στο παρόν μας δίνει την ευκαιρία να μελετήσουμε την ανθρώπινη πράξη στην εποχή που συνέβη με μια σχετική άνεση, σε μια περιοχή της Ευρώπης, η οποία είναι κάτι περισσότερο από κατασπαραγμένη  από διαμάχες.

Η Αρχή

Σύμβολο του Προσωρινού IRA

Ο IRA ξεκίνησε ως Óglaigh na hÉireann στην γαλλική γλώσσα. Ένα ιδίωμα που μπορεί να αποδοθεί ως <<στρατιώτες της Ιρλανδίας>>, <<εθελοντές>>, <<μαχητές>>  ή ως <<Ιρλανδοί εθελοντές>>. Οι εθελοντές ιδρύθηκαν Óglaigh na hÉireann το 1913 ως απάντηση στη δημιουργία της Εθελοντικής Δύναμης του Ulster (Ulster Volunteer Force, στο εξής UVF), μιας παραστρατιωτικής ομάδας πιστής στο Ενωτικό Κόμμα του Ulster (Ulster Unionist Party), η οποία και αντιτίθετο στο σπάσιμο των δεσμών με τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και στην διακυβέρνηση από μία καθολική ιρλανδική πλειοψηφία.

Η ομάδα ήταν δημιούργημα της Επαναστατικής Αδελφότητας Ιρλανδίας (Irish Revolutionary Brotherhood, IRB), γνωστότερης ως Fenians, έστω και αν τυπικά ιδρύθηκε από έναν ευρύ συνασπισμό ανάμεσα στο Αρχαίο Τάγμα των Hibernians, της Γαελικής Αθλητικής Ομοσπονδίας(GAA) και της Γαελικής Ένωσης Αναβιωτών (Gaelic League Revivalists) μεταξύ άλλων. Λίγο μετά το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, οι εθελοντές διασπάστηκαν. Η πλειοψηφία τάχθηκε με το μέρος του John Redmond ηγέτη του Ιρλανδικού Κοινοβουλευτικού Κόμματος και κατετάχθη στον Βρετανικό στρατό με την πεποίθηση πως μετά τον πόλεμο η Βρετανία θα τηρούσε την υπόσχεση της για την παραχώρηση αυτοδιοίκησης(Home Rule). Μια μειοψηφία διατήρησε το αρχικό όνομα της οργάνωσης και αρνήθηκε να συμμετάσχει σε έναν ακόμα <<αγγλικό πόλεμο>> καθώς η αυτοδιοίκηση είχε αναβληθεί εξαιτίας των Ενωτικών του Ulster. Αναλήφθηκε στρατιωτική εκπαίδευση και μέλη του κινήματος συμμετείχαν στην Επανάσταση το Πάσχα του 1916.

 Πρόκειται για την επανάσταση που ανακήρυξε τη δημιουργία Δημοκρατίας αλλά κατεστάλη από τις βρετανικές δυνάμεις. Στα πλαίσια της ωστόσο, το Óglaigh na hÉireann μετονομάστηκε στα αγγλικά σε Irish Republican Army. Η οργάνωση ήταν <<Ιρλανδική>> γιατί προσδιοριζόταν ως τέτοια, <<Δημοκρατική>> γιατί από τα τέλη  του 18ου αιώνα οι Ιρλανδοί εθνικιστές απέρριπταν  την εξουσία του αγγλικού στέμματος. Ήταν τέλος <<Στρατός>>, καθώς μόνο ένας τέτοιος θα μπορούσε να σώσει ένα έθνος ή ένα κράτος.

Ο IRA βρισκόταν υπό τη σκέπη του κόμματος του Sinn Féin(Εμείς), ανέπτυξε όμως μια δική του δημοκρατία στο εσωτερικό και πρωταγωνίστησε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μεταξύ 1919-1921, σε συνδυασμό με τη νίκη του κόμματος στις εκλογές το 1918 στην Ιρλανδία, στη βάση του <<απουσιασμού>>. Οι εκλεγμένοι βουλευτές δεν κατέλαβαν τις θέσεις του στο Westminster, αντιθέτως συγκρότησαν το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο.

Ο εμφύλιος του 1922-1923 προκάλεσε ρήγμα και εν τέλει δύο διαφορετικούς στρατούς. Ο IRA αριθμούσε εκείνη την περίοδο περί τους 100.000 μαχητές. Οι στρατοί προέκυψαν  αντίστοιχα από τους νικητές και τους ηττημένους. Οι μεν πιστοί στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του ελεύθερου Ιρλανδικού κράτους, οι δε πιστοί στην Επιτροπή του IRA. Στη ρήξη συνέβαλε και η Συνθήκη μεταξύ Μ. Βρετανίας και Ιρλανδίας. Οι εθελοντές υπέρ της Συνθήκης έγιναν μέλη των ενόπλων δυνάμεων του ελεύθερου κράτους, ενώ οι πολέμιοι της επέμεναν πως στελέχωναν τον πραγματικό IRA.

Ο IRA εξέδωσε <Σύνταγμα>> την άνοιξη του 1922, πριν τον εμφύλιο, στο οποίο διατυπώνονταν οι τρεις βασικοί του στόχοι: α) η διασφάλιση και προστασία της τιμής και της ανεξαρτησίας της Ιρλανδικής Δημοκρατίας β) η προστασία των κοινών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ανθρώπων στο νησί γ) η διάθεση των υπηρεσιών του σε μια εγκαθιδρυμένη κυβέρνηση που θα τηρούσε τα παραπάνω. Αν και το <<Σύνταγμα>> τροποποιήθηκε ελαφρώς τον Νοέμβριο του 1925 μετά την ήττα στον εμφύλιο τον Μάιο του 1923, το πνεύμα παρέμεινε ίδιο.

Η οργάνωση αναμορφώθηκε από μια πλειοψηφία εθελοντών που θεωρούσε τη Συνθήκη που υπέγραψαν οι αντιπρόσωποι του Sinn Féin το 1921, ως κεφαλαιώδη προδοσία της τιμής και της ανεξαρτησίας της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Σε αυτή τη θέση οδηγήθηκαν μεταξύ άλλων από το γεγονός ότι η Συνθήκη αναγνώριζε στον Άγγλο βασιλιά και τους διαδόχους του ρόλο ως (συνταγματικό) μονάρχη της Ιρλανδίας, το δικαίωμα στη Βρετανία να εγκρίνει ότι το Σύνταγμα συμφωνούσε με αυτή, περιορίζοντας την εθνική κυριαρχία της Ιρλανδίας, αλλά και την υποχρέωση της διαθεσιμότητας των σημαντικότερων λιμανιών της χώρας στο βρετανικό ναυτικό. Ταυτόχρονα, η αποτυχία της Συνθήκης να αναστρέψει τη διχοτόμηση του νησιού, την οποία το Westminster είχε εγκρίνει στην Πράξη για την Κυβέρνηση της Ιρλανδίας το 1920, χωρίς τη συγκατάθεση κανενός Ιρλανδού βουλευτή, θεωρήθηκε από κάποιους- όχι από όλους-πολέμιους της ως εξίσου κεφαλαιώδης προδοσία της εθνικής τιμής, των δικαιωμάτων, ελευθεριών και ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας. Αποστολή επομένως του IRA ήταν η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ιρλανδών με σημερινούς όρους, με μια παράλληλη διακήρυξη ενός συμπεριληπτικού αστικού δημοκρατικού εθνικισμού για τους Ιρλανδούς πολίτες ανεξαρτήτως καταβολών.

Είναι αλήθεια πως η αντιφατικότητα στις πληροφορίες διακρίνει την πορεία του IRA στα πενήντα περίπου χρόνια από την αρχή του πολέμου της Ανεξαρτησίας μέχρι την ευρεία επιστροφή αγγλικών στρατευμάτων στη Βόρειο Ιρλανδία το 1969. Στις δεκαετίες του 1920 και 1930 η οργάνωση καλούσε προς τον <<απουσιασμό>> και προσπαθούσε να οδηγήσει σε μια λαϊκή επανάσταση εναντίον τριών καθεστώτων (Μπέλφαστ, Δουβλίνο, Λονδίνο). Τα μέλη του IRA ήταν κυρίως καθολικοί, παρά το γεγονός πως ο κλήρος συχνά καταδίκαζε τη δράση του. Υποστήριζαν έναν αστικό ρεπουμπλικανισμό πιστό στο πνεύμα των επαναστατών του 18ου αιώνα, στον οποίο προτεστάντες και άλλες μειονότητες θα απολάμβαναν πλήρη υπηκοότητα και δικαιώματα. Στην πράξη βέβαια θεωρούνταν συχνά αιρετικοί. Την περίοδο αυτή η οργάνωση θεωρούνταν ένα σύνολο έντονα τοπικιστών ενόπλων με διεθνιστικές ιδέες και αριστερό προσανατολισμό.

Είναι άξιο αναφοράς πως σε μία μόλις δεκαετία, η ηγεσία <<μετακινήθηκε>> από τον σημαντικότερο σύμμαχο της Κομιντέρν στο νησί, σε μυστικές συζητήσεις με τους Ναζί, υπό τον Sean Russell, πριν υπάρξει εκ νέου προσέγγιση με τους Μαρξιστές στη δεκαετία του 1960. Μέχρι τα μέσα του 1930( τα μέλη πρέπει να ανέρχονταν σε 30.000), ο IRA <<εργαζόταν>> για την ανατροπή του νότιου κράτους παρά του βορείου, τη στιγμή που απέρριπτε την διχοτόμηση. Αυτό που δεν αλλάζει μέχρι το 1969 είναι η σταθερή απόρριψη του πρώτου λόγου της Βρετανίας στη συνταγματική ζωή της Ιρλανδίας.

H πορεία του IRA μπορεί να χωριστεί σε πέντε αλληλοεφαπτόμενες φάσεις, σύμφωνα με την ιστορία που <<λάμβαναν>> οι εθελοντές. Η πρώτη είναι η περίοδος μετά την ήττα στον πόλεμο ανεξαρτησίας το 1916, ο οποίος ωστόσο έδειξε πως ο ανταρτοπόλεμος είχε καταφέρει περισσότερα στην κατεύθυνση της αυτοδιοίκητης Ιρλανδίας, απ’ ότι πενήντα χρόνια κοινοβουλευτικής διεκδίκησης της.

Η δεύτερη είναι η περίοδος 1923-1948, μετά την αναπάντεχη ήττα στον εμφύλιο. Η αποφασιστική ήττα της οργάνωσης οδήγησε σε αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση. Οι βουλευτές του IRA ήταν μειονότητα στον Νότο, ενώ η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη στη Βόρεια Ιρλανδία. Στις αρχές της δεκαετίας του 30, οι κυβερνήσεις εκείνες που είχαν απομακρύνει την Ιρλανδία από την οργάνωση και τον <<απουσιασμό>>, απέδειξαν ότι η Συνθήκη(για την οποία ξέσπασε ο εμφύλιος) ήταν πράγματι ένα πρώτο βήμα προς την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, καθώς κατάφεραν να απαλείψουν σχεδόν όλα τα επίμαχα σημεία, όπως η υποχρέωση για λήψη όρκου στον βασιλιά της Αγγλίας και αποκορύφωμα το Σύνταγμα του 1937, στο οποίο δεν υπήρξε βρετανική παρέμβαση, ενώ εκλέχθηκε και πρόεδρος ως κεφαλή του κράτους.

Στα άρθρα 2 και 3 το Σύνταγμα του 1937 προέβλεπε ότι όλη η Ιρλανδία ήταν εθνική επικράτεια και ήταν δικαίωμα δικαίωμα της Ιρλανδικής Βουλής να διοικεί όλο το νησί, ακόμα και τις έξι <<χαμένες>> κομητείες. Το 1949 ήρθε η Ανακήρυξη της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Οι εξελίξεις των 1937 και 1949 στέρησαν από τον IRA σχεδόν κάθε επιχειρήματος κατά του κοινοβουλευτικού καθεστώτος της Ιρλανδίας.

Η τρίτη φάση από το 1939-1956 δείχνει μια στροφή προς την ανατροπή της διχοτόμησης, το τελευταίο ουσιαστικό επιχείρημα της οργάνωσης κατά της Συνθήκης. Αυτή η στροφή ξεκίνησε με βομβιστικές επιθέσεις και κήρυξη πολέμου εναντίον της Βρετανίας το 1939-1940. Η ήττα ήταν πλήρης ενώ η οργάνωση εξαρθρώθηκε σχεδόν πλήρως με πολλές συλλήψεις στην Ιρλανδία αλλά και ακτιβιστών στην Αγγλία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η οργάνωση έπρεπε να ξεκινήσει ουσιαστικά από την αρχή. Το 1948, σε συνέδριο του Στρατού αποφασίστηκε να μην υπάρχει στρατιωτική δράση στις 26 κομητείες (Ιρλανδική Δημοκρατία), γεγονός που εκ των υστέρων αποδείχθηκε η πρώτη αναγνώριση της ανεξάρτητης Ιρλανδίας από την οργάνωση.

Η τέταρτη φάση είναι από τι 1956 έως το 1962. Πρόκειται για μια προσπάθεια ένωσης της Ιρλανδίας που διεξήχθη στο βόρειο κομμάτι του νησιού και εξερράγη τόσο στον Βορρά όσο και στο Νότο, παρακινημένη και από την δυσφορία των Βορειοιρλανδών εθνικιστών από το καθεστώς του Μπέλφαστ και τη συνεχόμενη εκλογή υποψηφίων του  Sinn Féin. Επρόκειτο για μια σύγκρουση μικρής κλίμακας που καταπνίγηκε γρήγορα, και αναγνωρίστηκε και από το Στρατιωτικό Συμβούλιο του IRA.

Η προαναφερθείσα αποτυχία οδήγησε σε μια Πέμπτη φάση μεταξύ 1962 και 1969, όταν μια νέα ηγεσία αριστερών πεποιθήσεων, προσπάθησε να οδηγήσει την οργάνωση σε Βορρά και Νότο προς τον Κομμουνισμό, σε μια προσπάθεια να <<φτιάξουν κόκκινους από τους πράσινους>>. Ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει τον μιλιταρισμό και τον <<απουσιασμό>> και να αναγνωρίσει το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο. Στα τέλη της δεκαετίας του 60 ωστόσο, ήταν φανερό σε όλο το νησί  αλλά και στη Διασπορά, πως ο IRA αντιμετωπιζόταν ως ένα είδος κειμηλίου, μια ομάδα φανατικών που δεν είχαν επαφή με τη σύγχρονη πολιτική.

Πρέπει να τονιστεί πως οι αποτυχίες του Στρατού δεν αποτελούν ολόκληρη την ιστορία. Μεγάλο κομμάτι των ιδρυτικών στόχων της οργάνωσης είχαν γίνει πραγματικότητα στο Νότο. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως όλες οι νότιες κυβερνήσεις από το 1922 κι εξής είχαν πρώην μέλη του IRA σε υπουργικές θέσεις, με απόψεις πολύ κοντινές με αυτές της οργάνωσης. Βέβαια, οι αυξανόμενα περίεργες ιδεολογικές διασπάσεις βοήθησαν επίσης στην αποδυνάμωση.

Ο προσωρινός IRA

Ο IRA αντέδρασε στην αποτυχία της Ιρλανδικής δημοκρατίας να πραγματοποιήσει την ένωση. Οι εθελοντές ωστόσο γνώριζαν πως το πραγματικό εμπόδιο δεν ήταν η ανεξάρτητη Ιρλανδία, αλλά η Βρετανική Κυβέρνηση και οι Ulster ενωτικοί, οι οποίοι κυρίως επωφελούνταν από την ρύθμιση της Συνθήκης, και συνεπαγόμενα, οι ισχυρότεροι υποστηρικτές της. Ο Προσωρινός (Provisional) IRA ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1969, σε <<ταυτόχρονη>> γέννα με το Προσωρινό Sinn Féin.  Η πρώτη του διακήρυξη έκανε λόγο για πίστη του IRA στην Ιρλανδία των 32 κομητειών, επιστρέφοντας στην παραδοσιακή στάση του Στρατού. Ο τίτλος <<Προσωρινός>> (Provisional) εξυπηρετούσε τρεις σκοπούς. Υπήρχε σαφής συσχετισμός με την Προσωρινή Κυβέρνηση που ανακηρύχθηκε το 1916. Δεύτερον, αποκήρυττε τους <<Επισήμους>> (Officials) ηγέτες του IRA, οι οποίοι προσπαθούσαν να δώσουν ένα τέλος στον <<απουσιασμό>> αλλά με μη συνταγματικά μέσα. Τέλος, ο όρος υποδήλωνε ακριβώς μια προσωρινότητα, μέχρι την αναδιοργάνωση. Παρόλο που ο στόχος αυτός επετεύχθη σύμφωνα με τις εξαγγελίες τον Σεπτέμβριο του 1970, ο όρος Προσωρινός αλλά και τα παράγωγά του(Provisional- Provos, Provies κλπ) συνέχισαν να χρησιμοποιούνται.

Η διάσπαση ανάμεσα σε <<Προσωρινούς>> και <<Επισήμους>>  μπορεί να αποδοθεί  σε τρεις παράγοντες. Οι <<Επίσημοι>> ήταν Μαρξιστές που ονειρεύονταν ένα μέτωπο πολιτικής απελευθέρωσης, τη στιγμή που οι <<Προσωρινοί>> παρουσιάζονταν ως εθνικιστές, οι οποίοι θεωρούσαν πως αποτελούσαν τη συνέχεια των καθολικών αγροτών στρατιωτών στο Ulster τον 18ου αιώνα. Παρουσιάζονταν ως αμύντορες, φονταμενταλιστές και αταβιστές (τάση επαναφοράς). Στην πραγματικότητα ήταν σοσιαλιστές, ακτιβιστές της εργατικής τάξης οι οποίοι πίστευαν πως προστάτευαν την κοινότητά τους από σύγχρονους βασιλικούς και παραστρατιωτικές βρετανικές δυνάμεις.

Το μοτίβο της άμυνας φάνηκε να έχει λογική, καθώς ο Προσωρινός IRA οργανώθηκε εξαιτίας της ανετοιμότητας που επέδειξε ο IRA σε Νότο και Βορρά, να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις εναντίον καθολικών κυρίως στο Μπέλφαστ, από συμμορίες προτεσταντών σε συνεργασία με την αστυνομική αρχή στη Βόρειο Ιρλανδία(Royal Ulster Constabulary) και τις Δυνάμεις Β( B Specials ή B men) Αύγουστο του 1969. Οι επιθέσεις αυτές που οδήγησαν σε θανάτους, τραυματισμούς και εξώσεις έχουν μείνει στη μνήμη των Προσωρινών ως πογκρόμ.

Η ηγεσία έπεισε τους Προσωρινούς πως η ανοιχτή επίθεση εναντίον του Βρετανικού κράτους ήταν ο μόνος ή έστω ο καλύτερος τρόπος να αλλάξει η κατάσταση στη Β. Ιρλανδία. Σύντομα,  ο νέος IRA <<κήρυξε>> τον πόλεμο στον βρετανικό στρατό που είχε αναπτυχθεί στο νησί το 1969 με στόχο τουλάχιστον θεωρητικά την διατήρηση της ειρήνης. Ο Προσωρινός IRA ο  οποίος δεν αποτέλεσε σχέδιο της ελεύθερης Ιρλανδίας, θεωρούσε ως μόνη λύση την αποχώρηση των προαναφερθέντων στρατευμάτων, ωστόσο εστίασε το ενδιαφέρον του στη διάλυση του Κοινοβουλίου του Stormont, μέσω του οποίου το Ενωτικό Κόμμα(Ulster Unionist Party) είχε δημιουργήσει ένα οργανωμένο σύστημα διακρίσεων για τουλάχιστον πενήντα χρόνια.

Στα 1970-1971 οι Προσωρινοί είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τους Επισήμους στη <<στράτευση>> της Καθολικής Νεολαίας και από το 1969 έως το 1997, με διαλείμματα το 1972, 1974-1975 και 1994-1996, οδήγησε στην αναγέννηση του IRA. Ο Προσωρινός δεν κατάφερε να ενοποιήσει την Ιρλανδία, αλλά θεωρεί πως πέτυχε να απομακρύνει το τυραννικό καθεστώς του Stormont το 1972. Ο IRA δεν ηττήθηκε από τον τότε, ικανότερο ευρωπαϊκό στρατό, ούτε και από την ανανεωμένη μετά το 1976 αστυνομική αρχή στη Β. Ιρλανδία(Royal Ulster Constabulary).

Η κατάπαυση του πυρός ήρθε το 1997. Ο IRA αντιλήφθηκε πως δεν έχανε τον πόλεμο, αλλά δεν τον κέρδιζε επίσης, πράγμα που σήμαινε αποτυχία και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον εκτιμήθηκε σωστά η άρνηση των προτεσταντών απέναντι στην ένωση, ενώ υπήρχαν ενδείξεις αδιαφορίας προς αυτή την κατεύθυνση στο Νότο, σε μια σαφώς πιο ευημερούσα Ιρλανδία. Το κυριότερο όμως είναι πως  σημαντικός αριθμός στελεχών πείστηκε πως μια ειρηνευτική διαδικασία με ευρεία συναίνεση μπορούσε να έχει αποτέλεσμα, ακόμα και αν αυτό σήμαινε τη διάλυση του Στρατού πριν την επίτευξη της ένωσης. Στις 28 Ιουλίου 2005 ο IRA κήρυξε τον τερματισμό κάθε ένοπλης ενέργειας και της προσπάθειας προώθησης των στόχων του με ειρηνικά μέσα.

Φωτογραφία του Coleman Doyle κατά τη διάρκεια των ταραχών (Troubles) στο δυτικό Μπέλφαστ τη δεκαετία του 1970

Απολογισμός

Η αντοχή και η οργανωτική του ισχύς είναι εντυπωσιακές, αν λάβει κανείς πως ο Στρατός λειτουργούσε σε έναν τόπο με μόλις ενάμιση εκατομμύριο πληθυσμό, έχοντας ως βάση τη μειονότητα εντός της καθολικής μειονότητας( περίπου εξακόσιες πενήντα χιλιάδες). Επιβίωσε τις προσπάθειες πέντε Βρετανών πρωθυπουργών να τον συντρίψουν. Διαπραγματεύτηκε με τουλάχιστον έξι Βρετανούς πρωθυπουργούς και τέσσερις Ιρλανδούς, όλοι τους θεωρώντας πως η διαπραγμάτευση με τους <<τρομοκράτες>> ήταν ένα αναγκαίο ρίσκο.

Αν και ο IRA είναι πολυγραφότατη οργάνωση,  τα αρχεία δεν είναι διαθέσιμα για ευνόητους λόγους. Υπάρχουν πολλές συνεντεύξεις τα τελευταία χρόνια από πρώην μέλη, φαινομενικά κατά παράβαση της Διαταγής νούμερο 3.( IRA General Army Order Number 3).  Επομένως λόγω και της φύσης της οργάνωσης υπάρχουν πολλά σκιώδη και αβέβαια σημεία. Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως οι προσχωρούντες στον Στρατό προέρχονταν κυρίως από οικογένειες με δεσμούς με τον IRA, ήταν κυρίως νεαροί άνδρες,  αγρότες ή ασχολούμενοι με μικροαστικά επαγγέλματα, παρά το γεγονός πως υπάρχει από το 1914 γυναικεία οργάνωση, η  Cumann na mBan( Το Συμβούλιο των Γυναικών).

Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί( και παρουσιαστεί σε δικαστήρια) αλλά και τα στοιχεία από τη φυλακή του Μπέλφαστ δείχνουν πως δεν επρόκειτο για άμυαλους χούλιγκανς, ούτε κατά συρροή ταραχοποιούς. Η συντριπτική πλειοψηφία των συλληφθέντων δεν είχε ποινικό μητρώο, ενώ αρκετοί ήταν επιφανή μέλη της κοινότητας τους. Η παρουσίαση τους ως τέτοιων ήταν αποτέλεσμα του Βρετανικού τύπου και των ανταποκρίσεων της εποχής.  Τα στοιχεία διαψεύδουν τους ισχυρισμούς περί εγκληματιών. Οι απεργίες πείνας των ετών 1980-1981 που αναζωογόνησαν την υποστήριξη προς τον IRA και το Sinn Féin, ήταν μια απαίτηση να αντιμετωπιστούν οι φυλακισμένοι ως πολιτικοί κρατούμενοι και όχι ως εγκληματίες.  Ο χαρακτήρας μιας οργάνωσης προσανατολισμένης προς τα πολιτικά δικαιώματα κοντά στο κίνημα στην Αμερική δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εξάλλου, αν ο IRA δεν είχε τέτοιο χαρακτήρα και δεν αντιμετωπιζόταν ως τέτοιος, χωρίς πολιτικές παραχωρήσεις προς αυτόν, η συμφωνίας της Καλής Παρασκευής το 1998 δεν θα επιτυγχάνετο ποτέ και σύμφωνα με υπολογισμούς, ίσως ακόμα χίλιοι άνθρωποι να είχαν χάσει τη ζωή τους από το 1994 και εξής.

Γεγονός παραμένει βέβαια πως ο IRA δεν αποτέλεσε πλειοψηφία ούτε εντός της καθολικής μειονότητας στη Β. Ιρλανδία, ενώ φυσικά χρησιμοποιούσε βία για να πετύχει τους σκοπούς του. Την περίοδο 1969-1994 ήταν υπεύθυνος για τουλάχιστον 1750 θανάτους και υπεύθυνος για το 48,5 % των 3,600 νεκρών μεταξύ 1966 και 2001( οι απώλειες του Στρατού είναι 300 εθελοντές, περίπου 8%). <<Έφερε>> την βόμβα σε αυτοκίνητα  στο ρεπερτόριο της πολιτικής βίας, ενώ από αρκετές απόψεις εφηύρε τον σύγχρονο αστικό ανταρτοπόλεμο.

Ο IRA σκότωσε περισσότερα <<ορισμένα>> θύματα παρά πολίτες. Ωστόσο, μόλις το 54% των θυμάτων του ήταν πράγματι στόχοι. Οι άμαχοι ήταν περίπου το 50% των απωλειών στη σύγκρουση, με τα νούμερα να βαραίνουν και την άλλη πλευρά, Βρετανών και ενωτιστών. Πολλοί Καθολικοί έπεσαν θύματα <<σχισματικών>> (sectarian) δολοφονιών εξαιτίας της αντίδρασης των ενωτιστών στο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αργότερα μετά την διάλυση του Κοινοβουλίου το 1972.

Ο IRA δεν κατάφερε να κάνει και να παρουσιάσει τη σύγκρουση ως μια καθαρή μάχη μεταξύ των Ιρλανδών ρεπουμπλικανών και του Βρετανικού Κράτους. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως δεν είχε μια στρατηγική αλλά πολλαπλές, η επιτυχία των οποίων ήταν μάλλον ισχνή την ίδια στιγμή που υπερεκτιμούσε κάποιες συνισταμένες (μέγεθος βοήθειας από την ανεξάρτητη Ιρλανδία για επίθεση, δυνατότητα εξαγωγής του αγώνα στην Ευρώπη). Αντίστοιχα, η Βρετανία δε κατάφερε να παρουσιάσει την διαμάχη ως διαφωνία δύο παράλογων κοινοτήτων, παρά το γεγονός πως σημείωσε κάποια επιτυχία, αν λάβει κανείς υπόψιν πως οι ενωτιστές με βέτο απέτρεψαν τη Βρετανική αποχώρηση από τη Βόρειο Ιρλανδία.

Επίλογος

Είναι αδύνατο να αποδώσει κανείς δίκαιο και άδικο στη μία μεριά ή την άλλη, ειδικά όταν μιλάμε για μακρόχρονες εθνοτικές διαφορές και συγκρούσεις. Ανεξάρτητα από το αν η Ιρλανδία πρέπει να είναι ενωμένη ή όχι, και ανεξάρτητα από το αν οι Προτεστάντες αποτελούν απομεινάρι της αποικιοκρατικής πολιτικής της Βρετανίας, η κατάσταση σήμερα επιβάλλει την αναγνώριση ενός βασικού στοιχείου. Υπέρτατος στόχος σήμερα είναι η ειρηνική συνύπαρξη και ευημερία και των δύο κοινοτήτων στο πλαίσιο των φιλικών σχέσεων μεταξύ Ιρλανδίας και Βρετανίας. Οι Προτεστάντες έχουν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, ενώ πλέον φαίνεται πως όλες οι πλευρές αντιλαμβάνονται πως υπάρχουν λύσεις, οι οποίες σίγουρα δεν περιλαμβάνουν τη βία.

Ο IRA και η δράση του μπορούν να μας διδάξουν πολλά πράγματα. Αρχικά, οι εθνοτικές διαμάχες σε απομονωμένες περιοχές έχουν βαθιές ρίζες και δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν.  Μια άκαμπτη πολιτική διαχείριση μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη βία και απώλειες ανθρωπίνων ζωών.

Παρά τα μέσα που χρησιμοποίησε και την νομιμότητα αυτών, ο IRA εξέφραζε λιγότερο ή περισσότερο  πραγματικά αιτήματα που είχαν να κάνουν τόσο με την ενοποίηση της Ιρλανδίας, όσο και με την κατάσταση των Καθολικών στο βόρειο τμήμα του νησιού. Ακόμα, είναι εξαιρετικά λεπτή η γραμμή μεταξύ δικαιολογημένης βίας και μη. Το σίγουρο είναι πως η χρησιμοποίηση της, σε όλες της τις μορφές φέρνει αντίστοιχη ή και σφοδρότερη απάντηση.

Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι πως μια τόσο έντονη, βαθειά και ποτισμένη με μίσος σύγκρουση ξεπεράστηκε και υπήρξε συναίνεση και συνύπαρξη. Θα μπορούσε η ιστορία της Βορείου Ιρλανδίας να αποτελέσει οδηγό και για άλλες συρράξεις και συγκρούσεις περιφερειακού ή τοπικού χαρακτήρα. Φαίνεται όμως πως η ιστορία αυτή είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Βασική προϋπόθεση είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, και η υιοθέτηση <<ανθρώπινων>> πολιτικών. Όπως περίτρανα δείχνει η κατάσταση στην Παλαιστίνη, κάτι τέτοιο φαντάζει πολύ δύσκολο.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • O’Leary, Brendan. “Mission Accomplished? Looking Back at the IRA.” Field Day Review 1 (2005): 217–46.
  • Duffy, Seán. 2000. The Concise History of Ireland. Dublin: Gill & Macmillan.
  • McBride, Ian. “The Shadow of the Gunman: Irish Historians and the IRA.” Journal of Contemporary History 46, no. 3 (2011): 686–710.
  • Bloom, Mia, and John Horgan. “Missing Their Mark: The IRA’s Proxy Bomb Campaign.” Social Research 75, no. 2 (2008): 579–614.
  • HUGHES, BRIAN. “Defying the IRA in Belfast.” In Defying the IRA?: Intimidation, Coercion, and Communities during the Irish Revolution, 151–70. Liverpool University Press, 2016.
  • Hanley, Brian. “‘But Then They Started All This Killing’: Attitudes to the I.R.A. in the Irish Republic since 1969.” Irish Historical Studies 38, no. 151 (2013): 439–56.

Πηγή εικόνων

Εικόνα 1: https://www.businesspost.ie/books/who-was-responsible-for-the-troubles-a-critical-analysis-of-the-iras-leading-role-in-the-conflict/

Εικόνα2: https://en.wikipedia.org/wiki/Provisional_Irish_Republican_Army

Εικόνα3: https://www.risetopeace.org/2019/07/10/women-of-the-irish-republican-army-powerful-or-powerless/smatassa/

 

Βιογραφικό συντάκτη

https://greekhumans.com/o-kwnstantinos-zafeiridhs-syntaktis-sto-greekhumans/

Πριν Φύγετε