Αρχική » Τα Βουρλά μας

Τα Βουρλά μας

0 comment 304 views

Του Φώτη Καραλή*

«Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στον Βουτζά γελάδια, στα παινεμένα τα Βουρλά σφάζονται παλικάρια!».

Ο ιστορικός τόπος των Βουρλών ήταν ξακουστός σε όλη την Ανατολή τόσο για τη λεβεντιά, την αρχοντιά, τη νοικοκυροσύνη και την τάξη των κατοίκων του στα σπίτια και τα αμπέλια, όσο και για την Εφέστια εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της επονομαζόμενης «Παναγιά Βουρλιώτισσα».

Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν για την παλικαριά τους. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο. Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι, γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης. Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους».

Τα Βουρλά ή Βρύουλλα ή Βρίουλλα είναι πόλη της Ιωνίας στα Μικρασιατικά παράλια και συγκεκριμένα στο κέντρο περίπου της Ερυθραίας Χερσονήσου. Η απόσταση από τη Σμύρνη είναι 40 χιλ., ενώ από τον Τσεσμέ, στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, περίπου 50 χιλ. Η περιοχή προς τη θάλασσα, το επίνειο των Βουρλών, λέγεται Σκάλα, ενώ τα νησιά του Ερμαίου Κόλπου ονομάζονταν αρχικά Κλαζομενές. Σύντομα οι Κλαζομένιοι πέρασαν στην απέναντι στεριά, στη θέση των Βουρλών και της Σκάλας, όπου εντοπίζεται και το αρχαίο Χύτριον.

Ίωνες οι πρώτοι κάτοικοι, άποικοι κατά τον 7ο π.Χ. αι. Ο σοφός Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.) ήταν Κλαζομένιος και υπήρξε δάσκαλος των Περικλή, Ευριπίδη, Σωκράτη και άλλων επιφανών.

Από εδώ πέρασε και ο Μέγας Αλέξανδρος αφήνοντας αθάνατο έργο. Ένωσε με δρόμο το νησάκι των Κλαζομενών (Αγίου Ιωάννου) με τη στεριά των Κλαζομενών, τη Σκάλα.

Η ιστορία των Βουρλών – Η ονομασία τους Η ιστορία των Βουρλών, αρχίζει σχεδόν από τους Βυζαντινούς χρόνους. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος περνούσε τα καλοκαίρια με την ακολουθία του και το στρατό του σ’ αυτήν την τοποθεσία, κοντά στις αρχαίες Κλαζομενές. Αυτό αναφέρεται από τον βυζαντινό χρονογράφο Ακροπολίτη. Αποδεικνύεται καθαρά από το πλήθος των βυζαντινών ερειπίων και θησαυρών (αντικειμένων, τάφων, ψηφιδωτών δαπέδων, χρυσών νομισμάτων, κωνσταντινάτων), που συχνά βρίσκανε οι Βουρλιώτες, σκάβοντας τα χωράφια τους, στο κύλισμα.

Από τα Βουρλά πέρασαν και Γενοβέζοι κατακτητές, αφήνοντας κατάλοιπα στο τοπικό λεξιλόγιο λέξεις, όπως: Λότζα, φουντάνα, κόνσολας, Γκενοβέζικα και άλλες.

Ακολούθως, η τούρκικη κατοχή πιθανότατα πραγματοποιήθηκε το 1400 μ.Χ.

Ο Σιναΐτης μοναχός Χατζη-Κυριάκης δηλώνει την καταγωγή του «Βουρλιότις εκ χόρας Βουρλά». Αν και αγράμματος, ήταν πανέξυπνος και δραστήριος. Ταξιδεύοντας σε Ασία και Ευρώπη, είχε γνωριμίες με βασιλιάδες και άρχοντες της εποχής του τις τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου. «Εκινήσαμε από τα Βουρλά και ήλθομεν εις τον Τσεσμέ…» διαβάζουμε σε πατριαρχικό κείμενο, στα 1725 μ.Χ. του χρονογράφου Χρυσάνθου Πατριάρχου Ιεροσολύμων.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, φιλόλογος και γιατρός από τη Σμύρνη (1748-1833), σε αλληλογραφία του με τον Πρωτοψάλτη το 1785, ρωτά: «αν ωφελήθηκε περί των θερμών από την αποδημία του στα Βουρλά».

Κατά πάσα πιθανότητα, τα Βουρλά χρωστούν την ονομασία τους σε μιά αρκετά σημαντική βυζαντινή οικογένεια, τους Βρουλλάδες ή Βουρλάδες, που είχαν κτήματα στην περιοχή. Οι Βουρλάδες είχαν τον τίτλο του «σεβαστού» άρχοντα, ο κάτοχος του οποίου ήταν πέμπτος μετά τον αυτοκράτορα στην ιεραρχία.

Ο Γεώργιος Δ. Κριεζής, στην Ιστορία της Νήσου Ύδρας, γράφει: «Κατά το έτος 1668 ήλθεν από τα Βουρλά, κωμόπολιν παραλίας της Σμύρνης, η οικογένεια των Γιακουμάκιδων, των οποίων απόγονοι εισίν οι Τομπάζοι».

Επίσης, στην περιγραφή της νήσου Σάμου από τον αρχιεπίσκοπό της, Ιωσήφ Γεωργερίνη (1666-1671) διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Επί της κορυφής του όρους αυτού υπάρχει χωρίον Βουρλιώται καλούμενον,αποικία των παρά τη Σμύρνη Βουρλών, έχον 100 περίπου οικίας».

Ως τώρα όλοι μιλάνε για Βουρλά.

Ο τύπος Βρίουλλα άρχισε να εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια του 19ου αι. Είναι η εποχή που αυξάνεται η μόρφωση και πολλαπλασιάζεται η μελέτη παλαιοτέρων κειμένων. Ο Βουρλιώτης αρχιερέας Γαβριλάκης, παρασυρόμενος, ίσως, από αρχαιολατρεία, καθιερώνει -κατά πάσα πιθανότητα – τη λέξη “Βρύουλλα” επί το ελληνικότερον.

Υπήρχε, βέβαια, αρχαία ελληνική πόλη με το όνομα Βρίουλλα. Την αναφέρει ο Στράβων και την τοποθετεί στη Νύσα της Καρίας, κοντά στο Μαίανδρο. Κοντά στο Μαίανδρο, επίσης, αναγράφονται τα Βρύουλλα στο χάρτη των βυζαντινών επισκοπών. Τα Βρίουλλα όμως του Στράβωνος και τα Βρίουλα των Βυζαντινών, που είναι τα ίδια, δεν έχουν καμία σχέση με τα Βουρλά της Ερυθραίας των παραλίων της Μ. Ασίας.

Σε έγγραφα του 1857 διαβάζουμε: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΒΡΥΟΥΛΩΝ”, “ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΒΡΙΟΥΛΩΝ» και «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΥΠΟΠΡΟ- ΞΕΝΕΙΟΝ ΒΡΥΟΥΛΛΩΝ».

Όμως ο απλός κόσμος έλεγε: Ο Βουρλάς μας ή τα Βουρλά μας.

Ο τύπος όμως Βουρλά διατηρήθηκε και στην ονομασία της Σχολής Βουρλών που ονομάστηκε «ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΡΛΩΝ».

Επίσης, και οι εξαγωγικοί οίκοι της σταφίδας των Βουρλών ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τον τύπο Βουρλά, γιατί έτσι ήταν γνωστός στην Ευρώπη ο τόπος και τα προϊόντα του. Στις αγορές του εξωτερικού εμφανίζονταν ως Vourla Soultanaw, Vourla Eleme κ.τ.λ.

Οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο ελληνικά, εκτός από μερικούς που είχαν εμπορικά αλισφερίσια με τους Τούρκους. Υπήρχαν περίοδοι βιαιοπραγιών από μέρους των Τούρκων, ιδίως μετά τον ατυχή πόλεμο της Θεσσαλίας (1897), όταν πολλοί Βουρλιώτες αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν και άλλοι, με απειλές, να γραφτούν Οθωμανοί για λόγους οικογενειακούς ή περιουσιακούς. Πολλοί στάλθηκαν εξορία στα «Αμελέ Ταμπουρού».

Στα πρώτα χρόνια του 20ου αι. ο πληθυσμός των Βουρλών έφτανε τις 35-40 χιλιάδες ψυχές. Απ’ αυτές οι 30.000-35.000 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, λίγοι Εβραίοι (500-1.000) και ελάχιστοι Αρμένιοι (γύρω στις 30 οικογένειες).

Το αμπέλι του Βουρλιώτη. Η κυρία ασχολία των κατοίκων των Βουρλών ήταν η αμπελουργία και η σταφιδοπαραγωγή. Αμπέλια είχαν όλοι οι Βουρλιώτες. Και οι μεγάλοι σταφιδέμποροι και οι επαγγελματίες και οι επιστήμονες και οι απλοί εργάτες γεωργοί.

Το αμπέλι για τον Βουρλιώτη δεν ήταν μονάχα το κτήμα του, το βιοποριστικό του επάγγελμα, η ζήση του. Ήταν, βέβαια, όλα αυτά, αλλά και κάτι σπουδαιότερο. Ένα κομμάτι από το ‘’είναι’’ του, από την ψυχή του. Το αγαπούσε, το λαχταρούσε, το κανάκευε και το καμάρωνε σαν «παιδί» του. Χωρίς ρούχα μπορούσε να μείνει, σε μια δύσκολη περίσταση, και χωρίς λούσα κι αυτός κι η γυναίκα του, το αμπέλι, όμως, θα είχε τη δούλεψή του στην εντέλεια. Σπίτι μεγάλο και αρχοντικό δε ζήλευε ο Βουρλιώτης. «Σπίτι όσο χωρείς κι αμπέλι όσο θωρείς», έλεγε.

Οι Βουρλιώτες, μετά τη φυλλοξήρα του 1890-1900, που κατέστρεψε όλα τα αμπέλια τους, κατάφεραν με πολλή προσπάθεια, κόπο, προσωπική εργασία και στερήσεις να αναστήσουν τη γη τους. Έκαναν το «κύλισμα», φύτεψαν στην αρχή άγριο αμπέλι, που δεν το έπιανε η φυλλοξήρα, το μπόλιασαν και το έφεραν σε θέση να δώσει το πρώτο «μαξούλι».

Τους Βουρλιώτες μπορούμε να τους κατατάξουμε σε τέσσερις τάξεις: α) τους φατόρους (μεγαλέμπορους) β) τους συναφλήδες (επαγγελματίες και βιοτέχνες) γ) τους νοικοκυραίους (γαιοκτήμονες) και δ) τους ρεσπέρηδες (γεωργούς) Τελείως πτωχοί ή άποροι αποτελούσαν σπάνια περίπτωση. Αν ορφάνευε από πατέρα μια πολυμελής οικογένεια, έπρεπε να πουλήσει τα κτήματά της για να ζήσει. Μα πάλι συντρέχαν οι συγγενείς. Οι ζητιάνοι συνήθως ήταν από άλλες περιοχές, ξένοι.

Τα «Σινάφια» ήταν τα Σωματεία και οι Συντεχνίες που στα Βουρλά είχαν όλα τα επαγγέλματα και που γιόρταζαν με τον κάθε Αγιο προστάτη τους. Η ενότητα των επαγγελματικών σκοπών, τόνωνε τη σύμπνοια και την εθνική συνείδηση.

Η Παναγιά μας. Η Παναγιά η Βουρλιώτισσα     Τα Βουρλά χωρίζονταν σε περιοχές με ανάλογες ονομασίες. Είχαν πολλές εκκλησίες, με Μητρόπολη την Παναγία τη Βουρλιώτισσα και πολλά εξωκλήσια. Σχεδόν το κάθε τσιφλίκι είχε και την εκκλη- σίτσα του. Το καύχημα βέβαια των Βουρλιωτών ήταν η εκκλησία της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας.

Στα επίσημα έγγραφα η εκκλησία της Παναγίας αναφέρεται ως «Μητροπολιτικός ναός». Μέσα στον περίβολο της εκκλησίας βρισκόταν η κατοικία του Αρχιερατικού Επιτρόπου, καθώς και του ιδίου του Μητροπολίτη Εφέσου ή του βοηθού του, όταν έρχονταν στα Βουρλά. Εκεί υπήρχαν, επίσης, οι αίθουσες και τα γραφεία της Κοινότητας και της Δημογεροντίας.

Ο μεγάλος Βουρλιώτης ιστορικός, Νίκος Μηλιώρης, παραθέτει και τον εξής θρύλο σχετικά με το κτίσιμο της εκκλησίας: «Ο τόπος όπου χτίστηκε αργότερα η εκκλησία ήταν πριν γεμάτος βουρλιές. Κάποιος τσοπάνης που έβοσκε εκεί γύρω τα πρόβατα του, πρέπει να υποθέσουμε πως, τίποτε δεν ήταν ακόμη χτισμένο εκεί κοντά, έβλεπε τακτικά τις νύκτες κάποιο φως να φέγγει ανάμεσα στις βουρλιές. Αλλά καί τη μέρα πρόσεξε ότι ένα πρόβατό του ξεμάκραινε τακτικά καί χάνοταν γιά κάμποσο, προς ένα ορισμένο σημείο ανάμεσα στις βουρλιές. Κάποτε το παρακολούθησε και τότε ανακάλυψε το αγίασμα καί μιά εικόνα της Παναγίας, στο μέρος ακριβώς πού έβλεπε καί τις νύκτες το φως.

Το περιστατικό αυτό μαθεύτηκε καί τότε οι χριστιανοί χτίσανε εκεί μιά πολύ μικρή εκκλησία και φυλάξανε μέσα την ιερή εικόνα. Ήταν το μέρος, προσθέτει η παράδοση, όπου μέχρι την καταστροφή διετηρείτο ένα μικρό παρεκκλήσι, μέσα στον περίβολο της Παναγίας, πίσω ακριβώς από το «ιερό» του ναού, πού λεγόταν χαρακτηριστικά «Εύρεση».

Στο χώρο που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, το 1689, ανεγέρθηκε τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε, καθώς το τέμπλο του, ξύλινο και σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της Ωραίας Πύλης στο τέμπλο ήταν θρονιασμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά, με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων και έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.

Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Άγιο Λουκά. Σε βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, αναφέρεται ότι χρονολογείτο τα βυζαντινά χρόνια και ότι οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά Παναγιά, δηλαδή Μαύρη Παναγιά, επειδή μόλις που διακρίνονταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου.

Όλο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο με ασημένιο κάλυμμα έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστού ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω στο στέμμα της Παναγίας υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εικόνα μιλούσαν όχι μόνο στα Βουρλά και τη Σμύρνη, αλλά και σε όλη τη Μικρά Ασία. Μάλιστα και οι Τούρκοι λέγανε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία.

Το Δεκαπενταύγουστο πλήθος προσκυνητών συνέρρεε στα Βουρλά. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα, τη Φώκαια, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί.

Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη Σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: «Το μικρό καραβάκι «Μπουρνόβας» μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά».

Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι, παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου.

Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ότι ήθελαν να γίνει καλά, ενώ συχνά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.

Το Δεκαπενταύγουστο του 1922, ενώ τελείτο η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά, αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει «Φωτιά!

Φωτιά!» και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.

Η Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών    Κεντρικό σχολείο ήταν η Αναξαγόρειος, με πλήθος άλλων στην περιφέρεια των Βουρλών, που συντηρούνταν από τις εκκλησίες και τους συλλόγους, καθώς και από τους γονείς των μαθητών.

Το 1760 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο των Βουρλών με την επωνυμία «ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», κοντά στην εκκλησία της Μητρόπολης των Βουρλών, στο κέντρο του χωριού με τους 3.000 κατοίκους. Ενισχύθηκε, εκτός από την εκκλησία της Παναγίας, από μία μεγάλη δωρεά ενός εμπόρου της Σμύρνης, τον Χ΄Νικολή Χρυσογιάννη από τη Μονεμβασιά της Πελοποννήσου -70 χρονών τότε – με 1.000 γρόσια και από συνεισφορές Βουρλιωτών με άλλα 1.000 γρόσια.

Πρώτος διδάσκαλος και διευθυντής αναφέρεται ο ιερομόναχος Καλλίνικος. Για είκοσι χρόνια δεν έχει ιδιόκτητο κτίριο διδασκαλίας και στέγη διδασκάλων.

Το 1780 αποφασίστηκε να αγοραστεί ένας παλιός βερχανές – στοά με μαγαζιά – με οικόπεδο, απέναντι στην εκκλησία της Παναγίας. Αγοράστηκε με χρήματα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας και φυσικά από τους Βουρλιώτες, πλούσιους και φτωχούς. Στη συνέχεια, έγινε η ανακαίνιση, κατάλληλη για σχολείο. Μεγάλο μέρος των εξόδων «σήκωσε» ο μοναχός δάσκαλος Καλλίνικος.

Αυτή είναι η αρχή της «ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΒΟΥΡΛΩΝ». Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε μια παλιά κρήνη στο μάρμαρο της οποίας έγραφε: «1803 Ioυνίου 5.

Ήδη πρώτον δομηθείσα ετελέσθη αναλώμασι μεν της Αγίας Εκκλησίας της Παναγίας, συνδρομή δε και Επιστασία των επιτρόπων και τιμιωτάτων προεστώτων κυρ. Μανωλάκη και κυρ. Ανδρέου Μπάρμπογλου.

ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ   Κοινωνών του ύδατος μέμνησο και των άνω».

Η Αναξαγόρειος Σχολή Βουρλών ήταν ένα ολοκληρωμένο, ογκώδες και επιβλητικό κτίριο, με πλατιά στέγη από κόκκινα κεραμίδια. Το καύχημα των Βουρλών. Λογαριαζόταν τότε ως το μεγαλύτερο της Ανατολής, ίσως και των Βαλκανίων. Ελληνικού ρυθμού κτίριο με κολώνες δωρικού ρυθμού και αετώματα.

Στην όψη θύμιζε τα παλαιά ανάκτορα των Αθηνών. Είχε μήκος 64 μ., πλάτος 24 μ. και ύψος 16 μέχρι 18 μ. Εσωτερικά οι αίθουσες είχαν 5,5 μ. ύψος. Είχε δύο προσόψεις, η μια στη νότια μεγάλη πλευρά με δύο εισόδους, των Αρρεναγωγείου και Παρθεναγωγείου. Στην ανατολική πλευρά βρισκόταν η κυρία είσοδος του Αρρεναγωγείου. Κάθε είσοδος αποτελούσε ένα είδος μικρών προπυλαίων με μαρμάρινη σκάλα. Δωρικού ρυθμού οι κολώνες που στήριζαν την οροφή του επάνω πατώματος. Στον δεύτερο όροφο και πάνω από τα προπύλαια υπήρχε ένα τριγωνικό αέτωμα που συμπλήρωνε την κλασικότητα του κτιρίου.

Δεξιά και αριστερά κάθε εισόδου ήταν τοποθετημένες δύο σειρές από οκτώ παράθυρα και στα δύο πατώματα, με ανάλογη αντιστοιχία και στις άλλες πλευρές. Από κάθε είσοδο της επιμήκους πλευράς, εσωτερικά, ξεκινούσε ένας διάδρομος μήκους 20 μ. και πλάτος 7 μ. Κατέληγε σε δύο ευρύτατες καλλιτεχνικές σκάλες για το επάνω πάτωμα. Άλλος εγκάρσιος διάδρομος, ίδιου φάρδους, έδινε το σχήμα του σταυρού, στο εσωτερικό των δύο ορόφων. Χρησίμευε και ως αίθουσα εκδηλώσεων. Ένα κυκλικό κυγκλιδωτό μπαλκόνι διευκόλυνε την παρακολούθηση κάθε τελετής όσων βρίσκονταν στο επάνω πάτωμα.

Συνολικά είχε 16 αίθουσες παραδόσεων. Τα γραφεία και το διευθυντήριο είχαν εξοικονομηθεί στο βάθος των διαδρόμων, κάτω από τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα και τον πρόδρομο των προπυλαίων. Στο κτίριο της παλαιότερης πτέρυγας υπήρχαν και δύο ημιυπόγεια ευρύτατα δωμάτια, τα οποία πριν χρησίμευαν για αίθουσες παράδοσης μαθημάτων των τμημάτων της Προκαταρκτικής Τάξεως. Ο μεγάλος χώρος κάτω από το πρώτο πάτωμα του Αρρεναγωγείου ήταν το χειμερινό Γυμναστήριο της Σχολής. Η αυλή, περιτριγυρισμένη με μαντρότοιχο, είχε δύο εισόδους.

Στη στρογγυλή σφραγίδα της Αναξαγορείου Σχολής υπήρχε στο κέντρο ένα λυχνάρι και γύρω το ρητό του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου: «ΟΙ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΛΑΙΟΝ ΕΠΙΧΕΟΥΣΙ».

Έμβλημα της Σχολής το λυχνάρι που οι Βουρλιώτες, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί, φρόντιζαν να διατηρείται πάντοτε αναμμένο. Κατά τα τελευταία χρόνια, πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, λειτούργησε και Νυκτερινή Σχολή, 6 με 9 το βράδυ, όπου φοιτούσαν ακόμα και ενήλικες μαθητές, με ζήλο για μόρφωση.

Των αρρένων γιόρταζε των Ταξιαρχών, 8 Νοεμβρίου και των θηλέων στα Εισόδια της Θεοτόκου.

Χαρακτηριστικό της ζωτικότητας και πνευματικής δραστηριότητας ήταν η έκδοση εφημερίδων μέσα στα Βουρλά, με τυπογραφείο από τον Κωστή Φουρούλη. Κατά καιρούς εκδίδονταν οι εφημερίδες: «ΑΙ ΚΛΑΖΟΜΕΝΑΙ», «ΣΥΝΤΑΓΜΑ», «ΣΦΗΚΑ» και η «ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ» με ευρεία κυκλοφορία.

Ήδη από το 1853 λειτουργούσε στα Βουρλά «ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΝ» και οι πνευματικοί σύλλογοι «ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ», «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ» και «ΟΜΟΝΟΙΑ». Είχαν μάλιστα τον «ΜΟΥΣΙΚΟΝ ΟΜΙΛΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ» από το 1895 με φιλαρμονική, τον «ΣΥΝΔΕΣΜΟΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ» (1906), καθώς και το «ΓΕΩΡΓΙΚΟΝ ΑΔΕΛΦΑΤΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ». Την φιλόπτωχον Αδελφότητα «ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ» (1900), την θρησκευτική αδελφότητα «ΑΛΗΘΕΙΑ» (1908), την «ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΥΡΙΩΝ» (1908) με συνεχή δράση ως το 1922 και άλλους συλλόγους κυριών.

Υπήρχαν παιδικοί σύλλογοι, όπως: «Ο ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΟΤΕΧΝΩΝ», «ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ», «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ» (1911) με εφημερίδα σε πολύγραφο.

Αξιοσημείωτη ήταν ακόμα η δράση της «ΛΕΣΧΗΣ» του Χατζηχριστοφή για συγκεντρώσεις των παλικαριών και για παραστάσεις θεάτρων, όπου έρχονταν αξιόλογοι θίασοι από Σμύρνη και Αθήνα. Μερικά χρόνια πριν από την Καταστροφή του 1922, ο μεγάλος καφενές του Φλώρου, στο Φαρδύ Σοκάκι, μετατράπηκε σε κινηματογράφο. Ακόμα υπήρχαν νοσοκομείο φτωχών και λοιμωδών νόσων, καθώς και νεκροταφείο με τρίκλιτη εκκλησία, με χτιστούς μαρμαρένιους τάφους, δεντροφυτεμένο με τσικουδιές.

Βουρλιώτες – Παλικάρια στη Μικρασιατική Καταστροφή     Οι Βουρλιώτες πατριώτες έδωσαν δυναμικά το παρόν και στην πατριωτική κίνηση ίδρυσης στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις μυστικής οργάνωσης με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα», περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1921. Όταν πια κατέρρευσε πλήρως ο ελληνικός στρατός, η Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών αποφάσισε να μείνουν και να υπερασπιστούν την πόλη τους και άρχισε να οργανώνει την άμυνά της.

Τα Βουρλά, τελικά, κατελήφθησαν κι ο τουρκικός στρατός αναζήτησε τα μέλη της Επιτροπής Μικρασιατικής Άμυνας, ώστε να τους τιμωρήσει παραδειγματικά.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στου «Μουσελέ τα τέλια».

Οι Βουρλιώτες στάθηκαν όρθιοι, ωστόσο, και μετά την ήττα στον Σαγγάριο. Όταν, μετά τις 15 Αυγούστου 1922, άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι Ελληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά.

Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια.

Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί, όμως, αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της πόλης.

Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Οι Τούρκοι όμως δεν τήρησαν τη συμφωνία. Το αντίθετο μάλιστα.

Δυστυχώς, οι Βουρλιώτες, ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησά- κια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους, και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «Επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου».

Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922, στις 10:30 το πρωί, οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτους στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε.

Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες και οι Μανιάτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής».

Το απόγευμα της Κυριακής, 28 Αυγούστου 1922, πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα. Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες, οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε να τους αποτρέψει. Κάποιους τους ήξερε από τους Βαλκανικούς πολέμους. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες. Κοίταξε στα μάτια τον Αναστάση τον Μπουτζαλή. Τον ήξερε καλά. Τον είχε Λοχία στη Μακεδονία. «Ο πόλεμος δεν τελείωσε, του είπε, η πατρίδα σας χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα».

Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν. «Πήγαινε στο καλό, καπετάνιο. Εσείς πολεμήσατε, κάνατε το καθήκον σας.

Αφήστε κι εμάς να πολεμήσουμε. Πως να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας και τα γυναικόπαιδα;».

Ο Πλαστήρας κατάλαβε ότι ήταν άσκοπο να επιμένει. Έσφιξε το χέρι του Μπουτζαλή κι έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.

Έφυγε, αλλά δε μπόρεσε να κρατήσει το παράπονό του. «Δεν ήταν, μωρέ, να τους είχα μαζί μου εκεί πάνω στο Τουμλού Μπουνάρ;» ακούστηκε να ψιθυρίζει.

Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν οι πρώτες  σφαγές και βιαιοπραγίες.

Ξημερώματα του Σαββάτου, 3 Σεπτεμβρίου 1922, τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν 143

εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών.

Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά, κάτω των 14 ετών.

Στα «τέλια του Μουσελέ», στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του.

Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν.

Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.

Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (υπολογίζονται 10.000) σώθηκαν περίπου 2.000, που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.

Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα.

Οι ληστείες και οι βιασμοί, όμως, συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι ξεκίνησαν για την Ελλάδα.

Οι κουλάδες – εξοχικά σπίτια στ’ αμπέλια – μέσα σε λίγες ώρες ερήμωσαν και ορφάνεψαν, οι σταφίδες έμειναν κατάχαμα να περιμένουν τον κύρη τους να τις μαζέψει … μια σπορά δίχως θερισμό, όπως ποιητικά απέδωσε το γεγονός ο Βουρλιώτης συγγραφέας Παύλος Φλώρος.

Η σφαγή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μικράς Ασίας πρέπει να συγκαταλεχτεί μεταξύ των γενοκτονιών του αιώνα μας. Ένας ολόκληρος ιστορικός πληθυσμός κι ο πολιτισμός του εξαφανίστηκε με βίαια μέσα.

Γράφει η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η γιαγιά όλων των Μικρασιατών, η κόνα-Φιλιώ, στο βιβλίο της «Τρείς αιώνες, Μια ζωή». «Έβλεπα τη Σμύρνη και τα Βουρλά να καίγονται και έδωσα έναν όρκο: -Είπα, Βουρλά μου αγαπημένα δεν θα σας ξεχάσω ποτέ.

Όσο ζω κι αναπνέω δεν θα σταματήσω ποτέ να μιλώ για όσα ζήσαμε οι Έλληνες της Σμύρνης, της Μικράς Ασίας, με τη φωτιά, τον διωγμό, τον ξεριζωμό μας από τα άγια χώματα, την καταδίκη σε προσφυγιά. Αυτά τα μάτια ώσπου να κλείσουν, θα βλέπουν μπροστά τους τα όσα έγιναν, και δεν συμφέρουν, και το στόμα μου θα μιλά για το άδικο του Ελληνισμού και θα ζητά την επιστροφή εκεί που είδαμε το φως, που μεγαλώσαμε, προκόψαμε, για να χαθούν όλα μέσα στον καπνό και στη φωτιά. ….Δυο μέρες και δυο νύχτες μείναμε όρθιοι, στη Σκάλα, στην παραλία περιμένοντας να μπούμε σε κάποιο πλοίο. Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν.

Το βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσουν κάπως το κακό. Φωνές ακούγονταν: «Τα γυναικόπαιδα να μπαρκάρουν πρώτα!» – θαρρείς και υπήρχε και κανένας άντρας ανάμεσά μας».

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν γύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια του Μουσελέ». Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη.

Όσων το ριζικό τους έμελλε να ζήσουν, ήρθαν στην Ελλάδα, κακήν-κακώς, με την «ψυχή στο στόμα». Ξεριζώθηκαν από τ’ αγιασμένα χώματα της Μικρασίας, προαιώνια ελληνικά, αρχίζοντας από το μηδέν μια άλλη δύσκολη ζωή στη μητέρα πατρίδα.

Κι έφυγαν κι ήρθαν στη πατρίδα σαν τα τρελά πουλιά. Σκορπίσανε σ’ όλη την Ελλάδα γδυτοί και καμένοι … Άλλος εδώ, άλλος εκεί … Πολλοί στην Αθήνα (Καισαριανή, Ν. Φιλαδέλφεια, Ν. Ιωνία, Πεύκη, Ταύρο), άλλοι στον Πειραιά (Νίκαια, Δραπετσώνα),στη Κρήτη (Ηράκλειο, Χανιά, Ρέθυμνο), στο Βόλο (Ν. Ιωνία) μα και κάποιοι στη Μακεδονία, στη Χίο, στη Σάμο, στο Πόρο, κ.α. Διαλύθηκαν και χάθηκαν οικογένειες. Μερικοί βρήκαν κάπου κάποιους δικούς τους και βολεύτηκαν και βοηθήθηκαν. Οι περισσότεροι όμως όπως-όπως τρυπώσανε όπου τους έβγαλε η ζωή. Σαν τα τρελά πουλιά!

Και ρίζωσαν, βλάστησαν και κάρπισαν. Το χάσμα π’ άνοιξε ο διωγμός το γιόμισαν με άνθη. Πρόκοψαν.

Σήμερα, κάθε φορά που βρισκόμαστε εκεί, περπατώντας στις εξοχές ή στα σοκάκια των Βουρλών και των τριγυρινών χωριών, βαδίζουμε στο χώρο και την ιστορία του, πάνω στα προγονικά μας χνάρια, από το νωχελικό Γκιούλμπαξε και τα αμμουδερά εγγλεζονησιώτικα ακρογιάλια ίσαμε τους απέραντους αμπελώνες και τους πολύβουους μαχαλάδες του Βουρλά.

Το λιμανάκι της Σκάλας και οι κλαζομενιακές σαρκοφάγοι, οι βουρλιώτικοι κουλάδες με τις χρυσοφόρες κουρμούλες της σταφίδας, οι λόφοι της άφαντης πολιτείας και τα απέραντα τιμάρια της βυζαντινής οικογένειας των Βρουλάδων, τα λεσπέρικα σπίτια και τα αρχοντικά των φατόρων, ο Άη-Γιώργης ο Αρφανός κι η Βρυσάρα του Σιραμαχαλά θα μας πουν την ιστορία τους, από τα βάθη της ελληνικής αρχαιότητας μέχρι εκείνη την αξημέρωτη Κυριακή της 4ης Σεπτεμβρίου 1922, όταν το φως παραχώρησε τη θέση του στο έρεβος και πάγωσαν τα γέλια των κοριτσιών στα μάτια της θαυματουργής Παναγιάς της Βουρλιώτισσας.

Ένα ταξίδι στα Βουρλά, πάντα αποτελεί για μας προσκύνημα στην πατρογονική γη, που ακόμη μας πληγώνει με τις καυτές της μνήμες, για να νιώσουμε τον απόηχο της σφριγηλής, αλλά μαρτυρικής βουρλιώτικης Ρωμιοσύνης, η οποία υπήρξε από τον 18ο αι. μια από τις δυναμικότερες εστίες του νεότερου Ελληνισμού.

Βιβλιογραφία

Νίκος Μηλιώρης: «Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας», Α΄ τόμος Ιστορικά . – Νίτσα Παραρά–Ευτυχίδου: «Τα Βουρλά μας καίγονται» Γ΄ τόμος. – Ο Σιναΐτης Χατζη-Κυριάκης εκ χώρας Βουρλά – Γιάννης Καψής: «Χαμένες Πατρίδες» – Πληροφορίες για τα Βουρλά  και από ομιλία του Ν. Λεβογιάννη σε εκδήλωση της Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας.

1η δημοσίευση άρθρου εδώ

https://enromiosini.gr/arthrografia/ta-voyrla-mas/

Πηγή εικόνας

https://enromiosini.gr/arthrografia/ta-voyrla-mas/

* Ο Φώτης Καραλής είναι ιδρυτικό μέλος της «Ένωσης Βουρλιωτών Μ. Ασίας» και από το 2013 πρόεδρός της.

Πριν Φύγετε